EL.png διασχίζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • διασχίζω
  • διασχίζεις
  • διασχίζει
  • διασχίζουμε
  • διασχίζετε
  • διασχίζουν

Υποτακτική

  • νά διασχίζω
  • νά διασχίζεις
  • νά διασχίζει
  • νά διασχίζουμε
  • νά διασχίζετε
  • νά διασχίζουν
 

Προστακτική

  • διάσχιζε
  • διασχίζετε

Μετοχή

  • διασχίζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • διέσχιζα
  • διέσχιζες
  • διέσχιζε
  • διασχίζαμε
  • διασχίζατε
  • διέσχιζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά διασχίζω
  • θά διασχίζεις
  • θά διασχίζει
  • θά διασχίζουμε
  • θά διασχίζετε
  • θά διασχίζουν

Στιγμιαίος

  • θά διασχίσω
  • θά διασχίσεις
  • θά διασχίσει
  • θά διασχίσουμε
  • θά διασχίσετε
  • θά διασχίσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • διέσχισα
  • διέσχισες
  • διέσχισε
  • διασχίσαμε
  • διασχίσατε
  • διέσχισαν

Υποτακτική

  • νά διασχίσω
  • νά διασχίσεις
  • νά διασχίσει
  • νά διασχίσουμε
  • νά διασχίσετε
  • νά διασχίσουν
 

Προστακτική

  • διέσχισε
  • διασχίστε

Απαρέμφατο

  • διασχίσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω διασχίσει
  • έχεις διασχίσει
  • έχει διασχίσει
  • έχουμε διασχίσει
  • έχετε διασχίσει
  • έχουν διασχίσει

Υποτακτική

  • νά έχω διασχίσει
  • νά έχεις διασχίσει
  • νά έχει διασχίσει
  • νά έχουμε διασχίσει
  • νά έχετε διασχίσει
  • νά έχουν διασχίσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα διασχίσει
  • είχες διασχίσει
  • είχε διασχίσει
  • είχαμε διασχίσει
  • είχατε διασχίσει
  • είχαν διασχίσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω διασχίσει
  • θά έχεις διασχίσει
  • θά έχει διασχίσει
  • θά έχουμε διασχίσει
  • θά έχετε διασχίσει
  • θά έχουν διασχίσει