EL.png λευκαίνω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • λευκαίνω
  • λευκαίνεις
  • λευκαίνει
  • λευκαίνουμε
  • λευκαίνετε
  • λευκαίνουν

Υποτακτική

  • νά λευκαίνω
  • νά λευκαίνεις
  • νά λευκαίνει
  • νά λευκαίνουμε
  • νά λευκαίνετε
  • νά λευκαίνουν
 

Προστακτική

  • λεύκαινε
  • λευκαίνετε

Μετοχή

  • λευκαίνοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • λεύκαινα
  • λεύκαινες
  • λεύκαινε
  • λευκαίναμε
  • λευκαίνατε
  • λεύκαιναν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά λευκαίνω
  • θά λευκαίνεις
  • θά λευκαίνει
  • θά λευκαίνουμε
  • θά λευκαίνετε
  • θά λευκαίνουν

Στιγμιαίος

  • θά λευκάνω
  • θά λευκάνεις
  • θά λευκάνει
  • θά λευκάνουμε
  • θά λευκάνετε
  • θά λευκάνουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • λεύκανα
  • λεύκανες
  • λεύκανε
  • λευκάναμε
  • λευκάνατε
  • λεύκαναν

Υποτακτική

  • νά λευκάνω
  • νά λευκάνεις
  • νά λευκάνει
  • νά λευκάνουμε
  • νά λευκάνετε
  • νά λευκάνουν
 

Προστακτική

  • λεύκανε
  • λευκάνετε

Απαρέμφατο

  • λευκάνει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω λευκάνει
  • έχεις λευκάνει
  • έχει λευκάνει
  • έχουμε λευκάνει
  • έχετε λευκάνει
  • έχουν λευκάνει

Υποτακτική

  • νά έχω λευκάνει
  • νά έχεις λευκάνει
  • νά έχει λευκάνει
  • νά έχουμε λευκάνει
  • νά έχετε λευκάνει
  • νά έχουν λευκάνει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα λευκάνει
  • είχες λευκάνει
  • είχε λευκάνει
  • είχαμε λευκάνει
  • είχατε λευκάνει
  • είχαν λευκάνει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω λευκάνει
  • θά έχεις λευκάνει
  • θά έχει λευκάνει
  • θά έχουμε λευκάνει
  • θά έχετε λευκάνει
  • θά έχουν λευκάνει