ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- λευκαίνω
- λευκαίνεις
- λευκαίνει
- λευκαίνουμε
- λευκαίνετε
- λευκαίνουν
Υποτακτική
- νά λευκαίνω
- νά λευκαίνεις
- νά λευκαίνει
- νά λευκαίνουμε
- νά λευκαίνετε
- νά λευκαίνουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- λεύκαινα
- λεύκαινες
- λεύκαινε
- λευκαίναμε
- λευκαίνατε
- λεύκαιναν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά λευκαίνω
- θά λευκαίνεις
- θά λευκαίνει
- θά λευκαίνουμε
- θά λευκαίνετε
- θά λευκαίνουν
Στιγμιαίος
- θά λευκάνω
- θά λευκάνεις
- θά λευκάνει
- θά λευκάνουμε
- θά λευκάνετε
- θά λευκάνουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- λεύκανα
- λεύκανες
- λεύκανε
- λευκάναμε
- λευκάνατε
- λεύκαναν
Υποτακτική
- νά λευκάνω
- νά λευκάνεις
- νά λευκάνει
- νά λευκάνουμε
- νά λευκάνετε
- νά λευκάνουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω λευκάνει
- έχεις λευκάνει
- έχει λευκάνει
- έχουμε λευκάνει
- έχετε λευκάνει
- έχουν λευκάνει
Υποτακτική
- νά έχω λευκάνει
- νά έχεις λευκάνει
- νά έχει λευκάνει
- νά έχουμε λευκάνει
- νά έχετε λευκάνει
- νά έχουν λευκάνει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα λευκάνει
- είχες λευκάνει
- είχε λευκάνει
- είχαμε λευκάνει
- είχατε λευκάνει
- είχαν λευκάνει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω λευκάνει
- θά έχεις λευκάνει
- θά έχει λευκάνει
- θά έχουμε λευκάνει
- θά έχετε λευκάνει
- θά έχουν λευκάνει