EL.png ξεκουρδίζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • ξεκουρδίζω
  • ξεκουρδίζεις
  • ξεκουρδίζει
  • ξεκουρδίζουμε
  • ξεκουρδίζετε
  • ξεκουρδίζουν

Υποτακτική

  • νά ξεκουρδίζω
  • νά ξεκουρδίζεις
  • νά ξεκουρδίζει
  • νά ξεκουρδίζουμε
  • νά ξεκουρδίζετε
  • νά ξεκουρδίζουν
 

Προστακτική

  • ξεκούρδιζε
  • ξεκουρδίζετε

Μετοχή

  • ξεκουρδίζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • ξεκούρδιζα
  • ξεκούρδιζες
  • ξεκούρδιζε
  • ξεκουρδίζαμε
  • ξεκουρδίζατε
  • ξεκούρδιζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά ξεκουρδίζω
  • θά ξεκουρδίζεις
  • θά ξεκουρδίζει
  • θά ξεκουρδίζουμε
  • θά ξεκουρδίζετε
  • θά ξεκουρδίζουν

Στιγμιαίος

  • θά ξεκουρδίσω
  • θά ξεκουρδίσεις
  • θά ξεκουρδίσει
  • θά ξεκουρδίσουμε
  • θά ξεκουρδίσετε
  • θά ξεκουρδίσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ξεκούρδισα
  • ξεκούρδισες
  • ξεκούρδισε
  • ξεκουρδίσαμε
  • ξεκουρδίσατε
  • ξεκούρδισαν

Υποτακτική

  • νά ξεκουρδίσω
  • νά ξεκουρδίσεις
  • νά ξεκουρδίσει
  • νά ξεκουρδίσουμε
  • νά ξεκουρδίσετε
  • νά ξεκουρδίσουν
 

Προστακτική

  • ξεκούρδισε
  • ξεκουρδίστε

Απαρέμφατο

  • ξεκουρδίσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω ξεκουρδίσει
  • έχεις ξεκουρδίσει
  • έχει ξεκουρδίσει
  • έχουμε ξεκουρδίσει
  • έχετε ξεκουρδίσει
  • έχουν ξεκουρδίσει

Υποτακτική

  • νά έχω ξεκουρδίσει
  • νά έχεις ξεκουρδίσει
  • νά έχει ξεκουρδίσει
  • νά έχουμε ξεκουρδίσει
  • νά έχετε ξεκουρδίσει
  • νά έχουν ξεκουρδίσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα ξεκουρδίσει
  • είχες ξεκουρδίσει
  • είχε ξεκουρδίσει
  • είχαμε ξεκουρδίσει
  • είχατε ξεκουρδίσει
  • είχαν ξεκουρδίσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω ξεκουρδίσει
  • θά έχεις ξεκουρδίσει
  • θά έχει ξεκουρδίσει
  • θά έχουμε ξεκουρδίσει
  • θά έχετε ξεκουρδίσει
  • θά έχουν ξεκουρδίσει