EL.png καταδύω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • καταδύω
  • καταδύεις
  • καταδύει
  • καταδύουμε
  • καταδύετε
  • καταδύουν

Υποτακτική

  • νά καταδύω
  • νά καταδύεις
  • νά καταδύει
  • νά καταδύουμε
  • νά καταδύετε
  • νά καταδύουν
 

Προστακτική

  • κατάδυε
  • καταδύετε

Μετοχή

  • καταδύοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • κατάδυα
  • κατάδυες
  • κατάδυε
  • καταδύαμε
  • καταδύατε
  • κατάδυαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά καταδύω
  • θά καταδύεις
  • θά καταδύει
  • θά καταδύουμε
  • θά καταδύετε
  • θά καταδύουν

Στιγμιαίος

  • θά καταδύσω
  • θά καταδύσεις
  • θά καταδύσει
  • θά καταδύσουμε
  • θά καταδύσετε
  • θά καταδύσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • κατάδυσα
  • κατάδυσες
  • κατάδυσε
  • καταδύσαμε
  • καταδύσατε
  • κατάδυσαν

Υποτακτική

  • νά καταδύσω
  • νά καταδύσεις
  • νά καταδύσει
  • νά καταδύσουμε
  • νά καταδύσετε
  • νά καταδύσουν
 

Προστακτική

  • κατάδυσε
  • καταδύστε

Απαρέμφατο

  • καταδύσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω καταδύσει
  • έχεις καταδύσει
  • έχει καταδύσει
  • έχουμε καταδύσει
  • έχετε καταδύσει
  • έχουν καταδύσει

Υποτακτική

  • νά έχω καταδύσει
  • νά έχεις καταδύσει
  • νά έχει καταδύσει
  • νά έχουμε καταδύσει
  • νά έχετε καταδύσει
  • νά έχουν καταδύσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα καταδύσει
  • είχες καταδύσει
  • είχε καταδύσει
  • είχαμε καταδύσει
  • είχατε καταδύσει
  • είχαν καταδύσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω καταδύσει
  • θά έχεις καταδύσει
  • θά έχει καταδύσει
  • θά έχουμε καταδύσει
  • θά έχετε καταδύσει
  • θά έχουν καταδύσει