ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- καταρίπτω
- καταρίπτεις
- καταρίπτει
- καταρίπτουμε
- καταρίπτετε
- καταρίπτουν
Υποτακτική
- νά καταρίπτω
- νά καταρίπτεις
- νά καταρίπτει
- νά καταρίπτουμε
- νά καταρίπτετε
- νά καταρίπτουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- κατέριπτα
- κατέριπτες
- κατέριπτε
- καταρίπταμε
- καταρίπτατε
- κατέριπταν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά καταρίπτω
- θά καταρίπτεις
- θά καταρίπτει
- θά καταρίπτουμε
- θά καταρίπτετε
- θά καταρίπτουν
Στιγμιαίος
- θά καταρίψω
- θά καταρίψεις
- θά καταρίψει
- θά καταρίψουμε
- θά καταρίψετε
- θά καταρίψουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- κατέριψα
- κατέριψες
- κατέριψε
- καταρίψαμε
- καταρίψατε
- κατέριψαν
Υποτακτική
- νά καταρίψω
- νά καταρίψεις
- νά καταρίψει
- νά καταρίψουμε
- νά καταρίψετε
- νά καταρίψουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω καταρίψει
- έχεις καταρίψει
- έχει καταρίψει
- έχουμε καταρίψει
- έχετε καταρίψει
- έχουν καταρίψει
Υποτακτική
- νά έχω καταρίψει
- νά έχεις καταρίψει
- νά έχει καταρίψει
- νά έχουμε καταρίψει
- νά έχετε καταρίψει
- νά έχουν καταρίψει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα καταρίψει
- είχες καταρίψει
- είχε καταρίψει
- είχαμε καταρίψει
- είχατε καταρίψει
- είχαν καταρίψει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω καταρίψει
- θά έχεις καταρίψει
- θά έχει καταρίψσει
- θά έχουμε καταρίψει
- θά έχετε καταρίψει
- θά έχουν καταρίψει