EL.png νοώ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • νοώ
  • νοείς
  • νοεί
  • νοούμε
  • νοείτε
  • νοούν

Υποτακτική

  • νά νοώ
  • νά νοείς
  • νά νοεί
  • νά νοούμε
  • νά νοείτε
  • νά νοούν
 

Προστακτική

  • *
  • *

Μετοχή

  • νοώντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • νοούσα
  • νοούσες
  • νοούσε
  • νοούσαμε
  • νοτούσατε
  • νοούσαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά νοώ
  • θά νοείς
  • θά νοεί
  • θά νοούμε
  • θά νοείτε
  • θά νοούν

Στιγμιαίος

  • θά νοήσω
  • θά νοήσεις
  • θά νοήσει
  • θά νοήσουμε
  • θά νοήσετε
  • θά νοήσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ενόησα
  • ενόησες
  • ενόησε
  • νοήσαμε
  • νοήσατε
  • ενόησαν

Υποτακτική

  • νά νοήσω
  • νά νοήσεις
  • νά νοήσει
  • νά νοήσουμε
  • νά νοήσετε
  • νά νοήσουν
 

Προστακτική

  • νόησε
  • νοήστε

Απαρέμφατο

  • νοήσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω νοήσει
  • έχεις νοήσει
  • έχει νοήσει
  • έχουμε νοήσει
  • έχετε νοήσει
  • έχουν νοήσει

Υποτακτική

  • νά έχω νοήσει
  • νά έχεις νοήσει
  • νά έχει νοήσει
  • νά έχουμε νοήσει
  • νά έχετε νοήσει
  • νά έχουν νοήσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα νοήσει
  • είχες νοήσει
  • είχε νοήσει
  • είχαμε νοήσει
  • είχατε νοήσει
  • είχαν νοήσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • νά έχω νοήσει
  • νά έχεις νοήσει
  • νά έχει νοήσει
  • νά έχουμε νοήσει
  • νά έχετε νοήσει
  • νά έχουν νοήσει