EL.png κατασπαράζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • κατασπαράζω
  • κατασπαράζεις
  • κατασπαράζει
  • κατασπαράζουμε
  • κατασπαράζετε
  • κατασπαράζουν

Υποτακτική

  • νά κατασπαράζω
  • νά κατασπαράζεις
  • νά κατασπαράζει
  • νά κατασπαράζουμε
  • νά κατασπαράζετε
  • νά κατασπαράζουν
 

Προστακτική

  • κατασπάραζε
  • κατασπαράζετε

Μετοχή

  • κατασπαράζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • κατασπάραζα
  • κατασπάραζες
  • κατασπάραζε
  • κατασπαράζαμε
  • κατασπαράζατε
  • κατασπάραζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά κατασπαράζω
  • θά κατασπαράζεις
  • θά κατασπαράζει
  • θά κατασπαράζουμε
  • θά κατασπαράζετε
  • θά κατασπαράζουν

Στιγμιαίος

  • θά κατασπαράσω
  • θά κατασπαράσεις
  • θά κατασπαράσει
  • θά κατασπαράσουμε
  • θά κατασπαράσετε
  • θά κατασπαράσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • κατασπάρασα
  • κατασπάρασες
  • κατασπάρασε
  • κατασπαράσαμε
  • κατασπαράσατε
  • κατασπάρασαν

Υποτακτική

  • νά κατασπαράσω
  • νά κατασπαράσεις
  • νά κατασπαράσει
  • νά κατασπαράσουμε
  • νά κατασπαράσετε
  • νά κατασπαράσουν
 

Προστακτική

  • κατασπάρασε
  • κατασπαράστε

Απαρέμφατο

  • κατασπαράσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω κατασπαράσει
  • έχεις κατασπαράσει
  • έχει κατασπαράσει
  • έχουμε κατασπαράσει
  • έχετε κατασπαράσει
  • έχουν κατασπαράσει

Υποτακτική

  • νά έχω κατασπαράσει
  • νά έχεις κατασπαράσει
  • νά έχει κατασπαράσει
  • νά έχουμε κατασπαράσει
  • νά έχετε κατασπαράσει
  • νά έχουν κατασπαράσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα κατασπαράσει
  • είχες κατασπαράσει
  • είχε κατασπαράσει
  • είχαμε κατασπαράσει
  • είχατε κατασπαράσει
  • είχαν κατασπαράσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω κατασπαράσει
  • θά έχεις κατασπαράσει
  • θά έχει κατασπαράσει
  • θά έχουμε κατασπαράσει
  • θά έχετε κατασπαράσει
  • θά έχουν κατασπαράσει