EL.png μοιχεύω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • μοιχεύω
  • μοιχεύεις
  • μοιχεύει
  • μοιχεύουμε
  • μοιχεύετε
  • μοιχεύουν

Υποτακτική

  • νά μοιχεύω
  • νά μοιχεύεις
  • νά μοιχεύει
  • νά μοιχεύουμε
  • νά μοιχεύετε
  • νά μοιχεύουν
 

Προστακτική

  • μοίχευε
  • μοιχεύετε

Μετοχή

  • μοιχεύοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • μοίχευα
  • μοίχευες
  • μοίχευε
  • μοιχεύαμε
  • μοιχεύατε
  • μοίχευαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά μοιχεύω
  • θά μοιχεύεις
  • θά μοιχεύει
  • θά μοιχεύουμε
  • θά μοιχεύετε
  • θά μοιχεύουν

Στιγμιαίος

  • θά μοιχεύσω
  • θά μοιχεύσεις
  • θά μοιχεύσει
  • θά μοιχεύσουμε
  • θά μοιχεύσετε
  • θά μοιχεύσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • εμοίχευσα
  • εμοιχεύσες
  • εμοίχευσε
  • μοιχεύσαμε
  • μοιχεύσατε
  • εμοίχευσαν

Υποτακτική

  • νά μοιχεύσω
  • νά μοιχεύσεις
  • νά μοιχεύσει
  • νά μοιχεύσουμε
  • νά μοιχεύσετε
  • νά μοιχεύσουν
 

Προστακτική

  • μοίχευσε
  • μοιχεύστε

Απαρέμφατο

  • μοιχεύσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω μοιχεύσει
  • έχεις μοιχεύσει
  • έχει μοιχεύσει
  • έχουμε μοιχεύσει
  • έχετε μοιχεύσει
  • έχουν μοιχεύσει

Υποτακτική

  • νά έχω μοιχεύσει
  • νά έχεις μοιχεύσει
  • νά έχει μοιχεύσει
  • νά έχουμε μοιχεύσει
  • νά έχετε μοιχεύσει
  • νά έχουν μοιχεύσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα μοιχεύσει
  • είχες μοιχεύσει
  • είχε μοιχεύσει
  • είχαμε μοιχεύσει
  • είχατε μοιχεύσει
  • είχαν μοιχεύσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω μοιχεύσει
  • θά έχεις μοιχεύσει
  • θά έχει μοιχεύσει
  • θά έχουμε μοιχεύσει
  • θά έχετε μοιχεύσει
  • θά έχουν μοιχεύσει