EL.png αμείβω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • αμείβω
  • αμείβεις
  • αμείβει
  • αμείβουμε
  • αμείβετε
  • αμείβουν

Υποτακτική

  • νά αμείβω
  • νά αμείβεις
  • νά αμείβει
  • νά αμείβουμε
  • νά αμείβετε
  • νά αμείβουν
 

Προστακτική

  • άμειβε
  • αμείβετε

Μετοχή

  • αμείβοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • άμειβα
  • άμειβες
  • άμειβε
  • αμείβαμε
  • αμείβατε
  • άμειβαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά αμείβω
  • θά αμείβεις
  • θά αμείβει
  • θά αμείβουμε
  • θά αμείβετε
  • θά αμείβουν

Στιγμιαίος

  • θά αμείψω
  • θά αμείψεις
  • θά αμείψει
  • θά αμείψουμε
  • θά αμείψετε
  • θά αμείψουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • άμειψα
  • άμειψες
  • άμειψε
  • αμείψαμε
  • αμείψατε
  • άμειψαν

Υποτακτική

  • νά αμείψω
  • νά αμείψεις
  • νά αμείψει
  • νά αμείψουμε
  • νά αμείψετε
  • νά αμείψουν
 

Προστακτική

  • άμειψε
  • αμείψτε

Απαρέμφατο

  • αμείψει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω αμείψει
  • έχεις αμείψει
  • έχει αμείψει
  • έχουμε αμείψει
  • έχετε αμείψει
  • έχουν αμείψει

Υποτακτική

  • νά έχω αμείψει
  • νά έχεις αμείψει
  • νά έχει αμείψει
  • νά έχουμε αμείψει
  • νά έχετε αμείψει
  • νά έχουν αμείψει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα αμείψει
  • είχες αμείψει
  • είχε αμείψει
  • είχαμε αμείψει
  • είχατε αμείψει
  • είχαν αμείψει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω αμείψει
  • θά έχεις αμείψει
  • θά έχει αμείψει
  • θά έχουμε αμείψει
  • θά έχετε αμείψει
  • θά έχουν αμείψει