ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- αμείβω
- αμείβεις
- αμείβει
- αμείβουμε
- αμείβετε
- αμείβουν
Υποτακτική
- νά αμείβω
- νά αμείβεις
- νά αμείβει
- νά αμείβουμε
- νά αμείβετε
- νά αμείβουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- άμειβα
- άμειβες
- άμειβε
- αμείβαμε
- αμείβατε
- άμειβαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά αμείβω
- θά αμείβεις
- θά αμείβει
- θά αμείβουμε
- θά αμείβετε
- θά αμείβουν
Στιγμιαίος
- θά αμείψω
- θά αμείψεις
- θά αμείψει
- θά αμείψουμε
- θά αμείψετε
- θά αμείψουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- άμειψα
- άμειψες
- άμειψε
- αμείψαμε
- αμείψατε
- άμειψαν
Υποτακτική
- νά αμείψω
- νά αμείψεις
- νά αμείψει
- νά αμείψουμε
- νά αμείψετε
- νά αμείψουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω αμείψει
- έχεις αμείψει
- έχει αμείψει
- έχουμε αμείψει
- έχετε αμείψει
- έχουν αμείψει
Υποτακτική
- νά έχω αμείψει
- νά έχεις αμείψει
- νά έχει αμείψει
- νά έχουμε αμείψει
- νά έχετε αμείψει
- νά έχουν αμείψει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα αμείψει
- είχες αμείψει
- είχε αμείψει
- είχαμε αμείψει
- είχατε αμείψει
- είχαν αμείψει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω αμείψει
- θά έχεις αμείψει
- θά έχει αμείψει
- θά έχουμε αμείψει
- θά έχετε αμείψει
- θά έχουν αμείψει