ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- χρυσώνω
- χρυσώνεις
- χρυσώνει
- χρυσώνουμε
- χρυσώνετε
- χρυσώνουν
Υποτακτική
- νά χρυσώνω
- νά χρυσώνεις
- νά χρυσώνει
- νά χρυσώνουμε
- νά χρυσώνετε
- νά χρυσώνουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- χρύσωνα
- χρύσωνες
- χρύσωνε
- χρυσώναμε
- χρυσώνατε
- χρύσωναν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά χρυσώνω
- θά χρυσώνεις
- θά χρυσώνει
- θά χρυσώνουμε
- θά χρυσώνετε
- θά χρυσώνουν
Στιγμιαίος
- θά χρυσώσω
- θά χρυσώσεις
- θά χρυσώσει
- θά χρυσώσουμε
- θά χρυσώσετε
- θά χρυσώσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- εχρύσωσα
- εχρύσωσες
- εχρύσωσε
- χρυσώσαμε
- χρυσώσατε
- εχρύσωσαν
Υποτακτική
- νά χρυσώσω
- νά χρυσώσεις
- νά χρυσώσει
- νά χρυσώσουμε
- νά χρυσώσετε
- νά χρυσώσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω χρυσώσει
- έχεις χρυσώσει
- έχει χρυσώσει
- έχουμε χρυσώσει
- έχετε χρυσώσει
- έχουν χρυσώσει
Υποτακτική
- νά έχω χρυσώσει
- νά έχεις χρυσώσει
- νά έχει χρυσώσει
- νά έχουμε χρυσώσει
- νά έχετε χρυσώσει
- νά έχουν χρυσώσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα χρυσώσει
- είχες χρυσώσει
- είχε χρυσώσει
- είχαμε χρυσώσει
- είχατε χρυσώσει
- είχαν χρυσώσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω χρυσώσει
- θά έχεις χρυσώσει
- θά έχει χρυσώσει
- θά έχουμε χρυσώσει
- θά έχετε χρυσώσει
- θά έχουν χρυσώσει