EL.png χρυσώνω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • χρυσώνω
  • χρυσώνεις
  • χρυσώνει
  • χρυσώνουμε
  • χρυσώνετε
  • χρυσώνουν

Υποτακτική

  • νά χρυσώνω
  • νά χρυσώνεις
  • νά χρυσώνει
  • νά χρυσώνουμε
  • νά χρυσώνετε
  • νά χρυσώνουν
 

Προστακτική

  • χρύσωνε
  • χρυσώνετε

Μετοχή

  • χρυσώνοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • χρύσωνα
  • χρύσωνες
  • χρύσωνε
  • χρυσώναμε
  • χρυσώνατε
  • χρύσωναν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά χρυσώνω
  • θά χρυσώνεις
  • θά χρυσώνει
  • θά χρυσώνουμε
  • θά χρυσώνετε
  • θά χρυσώνουν

Στιγμιαίος

  • θά χρυσώσω
  • θά χρυσώσεις
  • θά χρυσώσει
  • θά χρυσώσουμε
  • θά χρυσώσετε
  • θά χρυσώσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • εχρύσωσα
  • εχρύσωσες
  • εχρύσωσε
  • χρυσώσαμε
  • χρυσώσατε
  • εχρύσωσαν

Υποτακτική

  • νά χρυσώσω
  • νά χρυσώσεις
  • νά χρυσώσει
  • νά χρυσώσουμε
  • νά χρυσώσετε
  • νά χρυσώσουν
 

Προστακτική

  • χρύσωσε
  • χρυσώστε

Απαρέμφατο

  • χρυσώσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω χρυσώσει
  • έχεις χρυσώσει
  • έχει χρυσώσει
  • έχουμε χρυσώσει
  • έχετε χρυσώσει
  • έχουν χρυσώσει

Υποτακτική

  • νά έχω χρυσώσει
  • νά έχεις χρυσώσει
  • νά έχει χρυσώσει
  • νά έχουμε χρυσώσει
  • νά έχετε χρυσώσει
  • νά έχουν χρυσώσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα χρυσώσει
  • είχες χρυσώσει
  • είχε χρυσώσει
  • είχαμε χρυσώσει
  • είχατε χρυσώσει
  • είχαν χρυσώσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω χρυσώσει
  • θά έχεις χρυσώσει
  • θά έχει χρυσώσει
  • θά έχουμε χρυσώσει
  • θά έχετε χρυσώσει
  • θά έχουν χρυσώσει