EL.png χρηματίζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • χρηματίζω
  • χρηματίζεις
  • χρηματίζει
  • χρηματίζουμε
  • χρηματίζετε
  • χρηματίζουν

Υποτακτική

  • νά χρηματίζω
  • νά χρηματίζεις
  • νά χρηματίζει
  • νά χρηματίζουμε
  • νά χρηματίζετε
  • νά χρηματίζουν
 

Προστακτική

  • χρημάτιζε
  • χρηματίζετε

Μετοχή

  • χρηματίζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • χρημάτιζα
  • χρημάτιζες
  • χρημάτιζε
  • χρηματίζαμε
  • χρηματίζατε
  • χρημάτιζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά χρηματίζω
  • θά χρηματίζεις
  • θά χρηματίζει
  • θά χρηματίζουμε
  • θά χρηματίζετε
  • θά χρηματίζουν

Στιγμιαίος

  • θά χρηματίσω
  • θά χρηματίσεις
  • θά χρηματίσει
  • θά χρηματίσουμε
  • θά χρηματίσετε
  • θά χρηματίσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • χρημάτισα
  • χρημάτισες
  • χρημάτισε
  • χρηματίσαμε
  • χρηματίσατε
  • χρημάτισαν

Υποτακτική

  • νά χρηματίσω
  • νά χρηματίσεις
  • νά χρηματίσει
  • νά χρηματίσουμε
  • νά χρηματίσετε
  • νά χρηματίσουν
 

Προστακτική

  • χρημάτισε
  • χρηματίστε

Απαρέμφατο

  • χρηματίσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω χρηματίσει
  • έχεις χρηματίσει
  • έχει χρηματίσει
  • έχουμε χρηματίσει
  • έχετε χρηματίσει
  • έχουν χρηματίσει

Υποτακτική

  • νά έχω χρηματίσει
  • νά έχεις χρηματίσει
  • νά έχει χρηματίσει
  • νά έχουμε χρηματίσει
  • νά έχετε χρηματίσει
  • νά έχουν χρηματίσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα χρηματίσει
  • είχες χρηματίσει
  • είχε χρηματίσει
  • είχαμε χρηματίσει
  • είχατε χρηματίσει
  • είχαν χρηματίσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω χρηματίσει
  • θά έχεις χρηματίσει
  • θά έχει χρηματίσει
  • θά έχουμε χρηματίσει
  • θά έχετε χρηματίσει
  • θά έχουν χρηματίσει