EL.png αδυνατίζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • αδυνατίζω
  • αδυνατίζεις
  • αδυνατίζει
  • αδυνατίζουμε
  • αδυνατίζετε
  • αδυνατίζουν

Υποτακτική

  • νά αδυνατίζω
  • νά αδυνατίζεις
  • νά αδυνατίζει
  • νά αδυνατίζουμε
  • νά αδυνατίζετε
  • νά αδυνατίζουν
 

Προστακτική

  • αδυνάτιζε
  • αδυνατίζετε

Μετοχή

  • αδυνατίζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • αδυνάτιζα
  • αδυνάτιζες
  • αδυνάτιζε
  • αδυνατίζαμε
  • αδυνατίζατε
  • αδυνάτιζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά αδυνατίζω
  • θά αδυνατίζεις
  • θά αδυνατίζει
  • θά αδυνατίζουμε
  • θά αδυνατίζετε
  • θά αδυνατίζουν

Στιγμιαίος

  • θά αδυνατίσω
  • θά αδυνατίσεις
  • θά αδυνατίσει
  • θά αδυνατίσουμε
  • θά αδυνατίσετε
  • θά αδυνατίσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • αδυνάτισα
  • αδυνάτισες
  • αδυνάτισε
  • αδυνατίσαμε
  • αδυνατίσατε
  • αδυνάτισαν

Υποτακτική

  • νά αδυνατίσω
  • νά αδυνατίσεις
  • νά αδυνατίσει
  • νά αδυνατίσουμε
  • νά αδυνατίσετε
  • νά αδυνατίσουν
 

Προστακτική

  • αδυνάτισε
  • αδυνατίστε

Απαρέμφατο

  • αδυνατίσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω αδυνατίσει
  • έχεις αδυνατίσει
  • έχει αδυνατίσει
  • έχουμε αδυνατίσει
  • έχετε αδυνατίσει
  • έχουν αδυνατίσει

Υποτακτική

  • νά έχω αδυνατίσει
  • νά έχεις αδυνατίσει
  • νά έχει αδυνατίσει
  • νά έχουμε αδυνατίσει
  • νά έχετε αδυνατίσει
  • νά έχουν αδυνατίσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα αδυνατίσει
  • είχες αδυνατίσει
  • είχε αδυνατίσει
  • είχαμε αδυνατίσει
  • είχατε αδυνατίσει
  • είχαν αδυνατίσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω αδυνατίσει
  • θά έχεις αδυνατίσει
  • θά έχει αδυνατίσει
  • θά έχουμε αδυνατίσει
  • θά έχετε αδυνατίσει
  • θά έχουν αδυνατίσει