ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- παραμιλώ
- παραμιλείς
- παραμιλεί
- παραμιλούμε
- παραμιλείτε
- παραμιλούν
Υποτακτική
- νά παραμιλώ
- νά παραμιλείς
- νά παραμιλεί
- νά παραμιλούμε
- νά παραμιλείτε
- νά παραμιλούν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- παραμιλούσα
- παραμιλούσες
- παραμιλούσε
- παραμιλούσαμε
- παραμιλούσατε
- παραμιλούσαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά παραμιλώ
- θά παραμιλείς
- θά παραμιλεί
- θά παραμιλούμε
- θά παραμιλείτε
- θά παραμιλούν
Στιγμιαίος
- θά παραμιλήσω
- θά παραμιλήσεις
- θά παραμιλήσει
- θά παραμιλήσουμε
- θά παραμιλήσετε
- θά παραμιλήσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- παραμίλησα
- παραμίλησες
- παραμίλησε
- παραμιλήσαμε
- παραμιλήσατε
- παραμίλησαν
Υποτακτική
- νά παραμιλήσω
- νά παραμιλήσεις
- νά παραμιλήσει
- νά παραμιλήσουμε
- νά παραμιλήσετε
- νά παραμιλήσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω παραμιλήσει
- έχεις παραμιλήσει
- έχει παραμιλήσει
- έχουμε παραμιλήσει
- έχετε παραμιλήσει
- έχουν παραμιλήσει
Υποτακτική
- νά έχω παραμιλήσει
- νά έχεις παραμιλήσει
- νά έχει παραμιλήσει
- νά έχουμε παραμιλήσει
- νά έχετε παραμιλήσει
- νά έχουν παραμιλήσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα παραμιλήσει
- είχες παραμιλήσει
- είχε παραμιλήσει
- είχαμε παραμιλήσει
- είχατε παραμιλήσει
- είχαν παραμιλήσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- νά έχω παραμιλήσει
- νά έχεις παραμιλήσει
- νά έχει παραμιλήσει
- νά έχουμε παραμιλήσει
- νά έχετε παραμιλήσει
- νά έχουν παραμιλήσει