EL.png φυτεύω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • φυτεύω
  • φυτεύεις
  • φυτεύει
  • φυτεύουμε
  • φυτεύετε
  • φυτεύουν

Υποτακτική

  • νά φυτεύω
  • νά φυτεύεις
  • νά φυτεύει
  • νά φυτεύουμε
  • νά φυτεύετε
  • νά φυτεύουν
 

Προστακτική

  • φύτευε
  • φυτεύετε

Μετοχή

  • φυτεύοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • φύτευα
  • φύτευες
  • φύτευε
  • φυτεύαμε
  • φυτεύατε
  • φύτευαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά φυτεύω
  • θά φυτεύεις
  • θά φυτεύει
  • θά φυτεύουμε
  • θά φυτεύετε
  • θά φυτεύουν

Στιγμιαίος

  • θά φυτ(εύσ)-(έψ)-ω
  • θά φυτ(εύσ)-(έψ)-εις
  • θά φυτ(εύσ)-(έψ)-ει
  • θά φυτ(εύσ)-(έψ)-ουμε
  • θά φυτ(εύσ)-(έψ)-ετε
  • θά φυτ(εύσ)-(έψ)-ουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • φύτ-(ευσ)(εψ)-α
  • φύτ-(ευσ)(εψ)-ες
  • φύτ-(ευσ)(εψ)-ε
  • φυτ-(εύσ)(έψ)-αμε
  • φυτ-(εύσ)(έψ)-ατε
  • φύτ-(ευσ)(εψ)-αν

Υποτακτική

  • νά φυτ-(εύσ)(έψ)-ω
  • νά φυτ-(εύσ)(έψ)-εις
  • νά φυτ-(εύσ)(έψ)-ει
  • νά φυτ-(εύσ)(έψ)-ουμε
  • νά φυτ-(εύσ)(έψ)-ετε
  • νά φυτ-(εύσ)(έψ)-ουν
 

Προστακτική

  • φύτ-(ευσ)(εψ)-ε
  • φυτ-(εύσ)(έψ)-τε

Απαρέμφατο

  • φυτ-(εύσ)(έψ)-ει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω φυτ-(εύσ)(έψ)-ει
  • έχεις φυτ-(εύσ)(έψ)-ει
  • έχει φυτ-(εύσ)(έψ)-ει
  • έχουμε φυτ-(εύσ)(έψ)-ει
  • έχετε φυτ-(εύσ)(έψ)-ει
  • έχουν φυτ-(εύσ)(έψ)-ει

Υποτακτική

  • νά έχω φυτ-(εύσ)(έψ)-ει
  • νά έχεις φυτ-(εύσ)(έψ)-ει
  • νά έχει φυτ-(εύσ)(έψ)-ει
  • νά έχουμε φυτ-(εύσ)(έψ)-ει
  • νά έχετε φυτ-(εύσ)(έψ)-ει
  • νά έχουν φυτ-(εύσ)(έψ)-ει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα φυτ-(εύσ)(έψ)-ει
  • είχες φυτ-(εύσ)(έψ)-ει
  • είχε φυτ-(εύσ)(έψ)-ει
  • είχαμε φυτ-(εύσ)(έψ)-ει
  • είχατε φυτ-(εύσ)(έψ)-ει
  • είχαν φυτ-(εύσ)(έψ)-ει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω φυτ-(εύσ)(έψ)-ει
  • θά έχεις φυτ-(εύσ)(έψ)-ει
  • θά έχει φυτ-(εύσ)(έψ)-ει
  • θά έχουμε φυτ-(εύσ)(έψ)-ει
  • θά έχετε φυτ-(εύσ)(έψ)-ει
  • θά έχουν φυτ-(εύσ)(έψ)-ει