EL.png ιδιοτικοποιώ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • ιδιοτικοποιώ
  • ιδιοτικοποιείς
  • ιδιοτικοποιεί
  • ιδιοτικοποιούμε
  • ιδιοτικοποιείτε
  • ιδιοτικοποιούν

Υποτακτική

  • νά ιδιοτικοποιώ
  • νά ιδιοτικοποιείς
  • νά ιδιοτικοποιεί
  • νά ιδιοτικοποιούμε
  • νά ιδιοτικοποιείτε
  • νά ιδιοτικοποιούν
 

Προστακτική

  • *
  • *

Μετοχή

  • ιδιοτικοποιώντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • ιδιοτικοποιούσα
  • ιδιοτικοποιούσες
  • ιδιοτικοποιούσε
  • ιδιοτικοποιούσαμε
  • ιδιοτικοποιούσατε
  • ιδιοτικοποιούσαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά ιδιοτικοποιώ
  • θά ιδιοτικοποιείς
  • θά ιδιοτικοποιεί
  • θά ιδιοτικοποιούμε
  • θά ιδιοτικοποιείτε
  • θά ιδιοτικοποιούν

Στιγμιαίος

  • θά ιδιοτικοποιήσω
  • θά ιδιοτικοποιήσεις
  • θά ιδιοτικοποιήσει
  • θά ιδιοτικοποιήσουμε
  • θά ιδιοτικοποιήσετε
  • θά ιδιοτικοποιήσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ιδιοτικοποίησα
  • ιδιοτικοποίησες
  • ιδιοτικοποίησε
  • ιδιοτικοποιήσαμε
  • ιδιοτικοποιήσατε
  • ιδιοτικοποίησαν

Υποτακτική

  • νά ιδιοτικοποιήσω
  • νά ιδιοτικοποιήσεις
  • νά ιδιοτικοποιήσει
  • νά ιδιοτικοποιήσουμε
  • νά ιδιοτικοποιήσετε
  • νά ιδιοτικοποιήσουν
 

Προστακτική

  • ιδιοτικοποίησε
  • ιδιοτικοποιήστε

Απαρέμφατο

  • ιδιοτικοποιήσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω ιδιοτικοποιήσει
  • έχεις ιδιοτικοποιήσει
  • έχει ιδιοτικοποιήσει
  • έχουμε ιδιοτικοποιήσει
  • έχετε ιδιοτικοποιήσει
  • έχουν ιδιοτικοποιήσει

Υποτακτική

  • νά έχω ιδιοτικοποιήσει
  • νά έχεις ιδιοτικοποιήσει
  • νά έχει ιδιοτικοποιήσει
  • νά έχουμε ιδιοτικοποιήσει
  • νά έχετε ιδιοτικοποιήσει
  • νά έχουν ιδιοτικοποιήσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα ιδιοτικοποιήσει
  • είχες ιδιοτικοποιήσει
  • είχε ιδιοτικοποιήσει
  • είχαμε ιδιοτικοποιήσει
  • είχατε ιδιοτικοποιήσει
  • είχαν ιδιοτικοποιήσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • νά έχω ιδιοτικοποιήσει
  • νά έχεις ιδιοτικοποιήσει
  • νά έχει ιδιοτικοποιήσει
  • νά έχουμε ιδιοτικοποιήσει
  • νά έχετε ιδιοτικοποιήσει
  • νά έχουν ιδιοτικοποιήσει