EL.png παζαρεύω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • παζαρεύω
  • παζαρεύεις
  • παζαρεύει
  • παζαρεύουμε
  • παζαρεύετε
  • παζαρεύουν

Υποτακτική

  • νά παζαρεύω
  • νά παζαρεύεις
  • νά παζαρεύει
  • νά παζαρεύουμε
  • νά παζαρεύετε
  • νά παζαρεύουν
 

Προστακτική

  • παζάρευε
  • παζαρεύετε

Μετοχή

  • παζαρεύοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • παζάρευα
  • παζάρευες
  • παζάρευε
  • παζαρεύαμε
  • παζαρεύατε
  • παζάρευαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά παζαρεύω
  • θά παζαρεύεις
  • θά παζαρεύει
  • θά παζαρεύουμε
  • θά παζαρεύετε
  • θά παζαρεύουν

Στιγμιαίος

  • θά παζαρεύσω
  • θά παζαρεύσεις
  • θά παζαρεύσει
  • θά παζαρεύσουμε
  • θά παζαρεύσετε
  • θά παζαρεύσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • επαζάρευσα
  • επαζάρευσες
  • επαζάρευσε
  • παζαρεύσαμε
  • παζαρεύσατε
  • επαζάρευσαν

Υποτακτική

  • νά παζαρεύσω
  • νά παζαρεύσεις
  • νά παζαρεύσει
  • νά παζαρεύσουμε
  • νά παζαρεύσετε
  • νά παζαρεύσουν
 

Προστακτική

  • παζάρευσε
  • παζαρεύστε

Απαρέμφατο

  • παζαρεύσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω παζαρεύσει
  • έχεις παζαρεύσει
  • έχει παζαρεύσει
  • έχουμε παζαρεύσει
  • έχετε παζαρεύσει
  • έχουν παζαρεύσει

Υποτακτική

  • νά έχω παζαρεύσει
  • νά έχεις παζαρεύσει
  • νά έχει παζαρεύσει
  • νά έχουμε παζαρεύσει
  • νά έχετε παζαρεύσει
  • νά έχουν παζαρεύσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα παζαρεύσει
  • είχες παζαρεύσει
  • είχε παζαρεύσει
  • είχαμε παζαρεύσει
  • είχατε παζαρεύσει
  • είχαν παζαρεύσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω παζαρεύσει
  • θά έχεις παζαρεύσει
  • θά έχει παζαρεύσει
  • θά έχουμε παζαρεύσει
  • θά έχετε παζαρεύσει
  • θά έχουν παζαρεύσει