EL.png φιλεύω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • φιλεύω
  • φιλεύεις
  • φιλεύει
  • φιλεύουμε
  • φιλεύετε
  • φιλεύουν

Υποτακτική

  • νά φιλεύω
  • νά φιλεύεις
  • νά φιλεύει
  • νά φιλεύουμε
  • νά φιλεύετε
  • νά φιλεύουν
 

Προστακτική

  • φίλευε
  • φιλεύετε

Μετοχή

  • φιλεύοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • εφίλευα
  • εφίλευες
  • εφίλευε
  • φιλεύαμε
  • φιλεύατε
  • εφίλευαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά φιλεύω
  • θά φιλεύεις
  • θά φιλεύει
  • θά φιλεύουμε
  • θά φιλεύετε
  • θά φιλεύουν

Στιγμιαίος

  • θά φιλεύσω
  • θά φιλεύσεις
  • θά φιλεύσει
  • θά φιλεύσουμε
  • θά φιλεύσετε
  • θά φιλεύσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • εφίλευσα
  • εφίλευσες
  • εφίλευσε
  • φιλεύσαμε
  • φιλεύσατε
  • εφίλευσαν

Υποτακτική

  • νά φιλεύσω
  • νά φιλεύσεις
  • νά φιλεύσει
  • νά φιλεύσουμε
  • νά φιλεύσετε
  • νά φιλεύσουν
 

Προστακτική

  • φίλευσε
  • φιλεύστε

Απαρέμφατο

  • φιλεύσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω φιλεύσει
  • έχεις φιλεύσει
  • έχει φιλεύσει
  • έχουμε φιλεύσει
  • έχετε φιλεύσει
  • έχουν φιλεύσει

Υποτακτική

  • νά έχω φιλεύσει
  • νά έχεις φιλεύσει
  • νά έχει φιλεύσει
  • νά έχουμε φιλεύσει
  • νά έχετε φιλεύσει
  • νά έχουν φιλεύσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα φιλεύσει
  • είχες φιλεύσει
  • είχε φιλεύσει
  • είχαμε φιλεύσει
  • είχατε φιλεύσει
  • είχαν φιλεύσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω φιλεύσει
  • θά έχεις φιλεύσει
  • θά έχει φιλεύσει
  • θά έχουμε φιλεύσει
  • θά έχετε φιλεύσει
  • θά έχουν φιλεύσει