EL.png ξελαφρώνω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • ξελαφρώνω
  • ξελαφρώνεις
  • ξελαφρώνει
  • ξελαφρώνουμε
  • ξελαφρώνετε
  • ξελαφρώνουν

Υποτακτική

  • νά ξελαφρώνω
  • νά ξελαφρώνεις
  • νά ξελαφρώνει
  • νά ξελαφρώνουμε
  • νά ξελαφρώνετε
  • νά ξελαφρώνουν
 

Προστακτική

  • ξελάφρωνε
  • ξελαφρώνετε

Μετοχή

  • ξελαφρώνοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • ξελάφρωνα
  • ξελάφρωνες
  • ξελάφρωνε
  • ξελαφρώναμε
  • ξελαφρώνατε
  • ξελάφρωναν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά ξελαφρώνω
  • θά ξελαφρώνεις
  • θά ξελαφρώνει
  • θά ξελαφρώνουμε
  • θά ξελαφρώνετε
  • θά ξελαφρώνουν

Στιγμιαίος

  • θά ξελαφρώσω
  • θά ξελαφρώσεις
  • θά ξελαφρώσει
  • θά ξελαφρώσουμε
  • θά ξελαφρώσετε
  • θά ξελαφρώσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ξελάφρωσα
  • ξελάφρωσες
  • ξελάφρωσε
  • ξελαφρώσαμε
  • ξελαφρώσατε
  • ξελάφρωσαν

Υποτακτική

  • νά ξελαφρώσω
  • νά ξελαφρώσεις
  • νά ξελαφρώσει
  • νά ξελαφρώσουμε
  • νά ξελαφρώσετε
  • νά ξελαφρώσουν
 

Προστακτική

  • ξελάφρωσε
  • ξελαφρώστε

Απαρέμφατο

  • ξελαφρώσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω ξελαφρώσει
  • έχεις ξελαφρώσει
  • έχει ξελαφρώσει
  • έχουμε ξελαφρώσει
  • έχετε ξελαφρώσει
  • έχουν ξελαφρώσει

Υποτακτική

  • νά έχω ξελαφρώσει
  • νά έχεις ξελαφρώσει
  • νά έχει ξελαφρώσει
  • νά έχουμε ξελαφρώσει
  • νά έχετε ξελαφρώσει
  • νά έχουν ξελαφρώσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα ξελαφρώσει
  • είχες ξελαφρώσει
  • είχε ξελαφρώσει
  • είχαμε ξελαφρώσει
  • είχατε ξελαφρώσει
  • είχαν ξελαφρώσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω ξελαφρώσει
  • θά έχεις ξελαφρώσει
  • θά έχει ξελαφρώσει
  • θά έχουμε ξελαφρώσει
  • θά έχετε ξελαφρώσει
  • θά έχουν ξελαφρώσει