ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- ξαποσταίνω
- ξαποσταίνεις
- ξαποσταίνει
- ξαποσταίνουμε
- ξαποσταίνετε
- ξαποσταίνουν
Υποτακτική
- νά ξαποσταίνω
- νά ξαποσταίνεις
- νά ξαποσταίνει
- νά ξαποσταίνουμε
- νά ξαποσταίνετε
- νά ξαποσταίνουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- ξαπόσταινα
- ξαπόσταινες
- ξαπόσταινε
- ξαποσταίναμε
- ξαποσταίνατε
- ξαπόσταιναν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά ξαποσταίνω
- θά ξαποσταίνεις
- θά ξαποσταίνει
- θά ξαποσταίνουμε
- θά ξαποσταίνετε
- θά ξαποσταίνουν
Στιγμιαίος
- θά ξαποστάσω
- θά ξαποστάσεις
- θά ξαποστάσει
- θά ξαποστάσουμε
- θά ξαποστάσετε
- θά ξαποστάσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ξαπόστασα
- ξαπόστασες
- ξαπόστασε
- ξαποστάσαμε
- ξαποστάσατε
- ξαπόστασαν
Υποτακτική
- νά ξαποστάσω
- νά ξαποστάσεις
- νά ξαποστάσει
- νά ξαποστάσουμε
- νά ξαποστάσετε
- νά ξαποστάσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω ξαποστάσει
- έχεις ξαποστάσει
- έχει ξαποστάσει
- έχουμε ξαποστάσει
- έχετε ξαποστάσει
- έχουν ξαποστάσει
Υποτακτική
- νά έχω ξαποστάσει
- νά έχεις ξαποστάσει
- νά έχει ξαποστάσει
- νά έχουμε ξαποστάσει
- νά έχετε ξαποστάσει
- νά έχουν ξαποστάσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα ξαποστάσει
- είχες ξαποστάσει
- είχε ξαποστάσει
- είχαμε ξαποστάσει
- είχατε ξαποστάσει
- είχαν ξαποστάσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω ξαποστάσει
- θά έχεις ξαποστάσει
- θά έχει ξαποστάσει
- θά έχουμε ξαποστάσει
- θά έχετε ξαποστάσει
- θά έχουν ξαποστάσει