EL.png φορτώνω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • φορτώνω
  • φορτώνεις
  • φορτώνει
  • φορτώνουμε
  • φορτώνετε
  • φορτώνουν

Υποτακτική

  • νά φορτώνω
  • νά φορτώνεις
  • νά φορτώνει
  • νά φορτώνουμε
  • νά φορτώνετε
  • νά φορτώνουν
 

Προστακτική

  • φόρτωνε
  • φορτώνετε

Μετοχή

  • φορτώνοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • φόρτωνα
  • φόρτωνες
  • φόρτωνε
  • φορτώναμε
  • φορτώνατε
  • φόρτωναν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά φορτώνω
  • θά φορτώνεις
  • θά φορτώνει
  • θά φορτώνουμε
  • θά φορτώνετε
  • θά φορτώνουν

Στιγμιαίος

  • θά φορτώσω
  • θά φορτώσεις
  • θά φορτώσει
  • θά φορτώσουμε
  • θά φορτώσετε
  • θά φορτώσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • φόρτωσα
  • φόρτωσες
  • φόρτωσε
  • φορτώσαμε
  • φορτώσατε
  • φόρτωσαν

Υποτακτική

  • νά φορτώσω
  • νά φορτώσεις
  • νά φορτώσει
  • νά φορτώσουμε
  • νά φορτώσετε
  • νά φορτώσουν
 

Προστακτική

  • φόρτωσε
  • φορτώστε

Απαρέμφατο

  • φορτώσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω φορτώσει
  • έχεις φορτώσει
  • έχει φορτώσει
  • έχουμε φορτώσει
  • έχετε φορτώσει
  • έχουν φορτώσει

Υποτακτική

  • νά έχω φορτώσει
  • νά έχεις φορτώσει
  • νά έχει φορτώσει
  • νά έχουμε φορτώσει
  • νά έχετε φορτώσει
  • νά έχουν φορτώσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα φορτώσει
  • είχες φορτώσει
  • είχε φορτώσει
  • είχαμε φορτώσει
  • είχατε φορτώσει
  • είχαν φορτώσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω φορτώσει
  • θά έχεις φορτώσει
  • θά έχει φορτώσει
  • θά έχουμε φορτώσει
  • θά έχετε φορτώσει
  • θά έχουν φορτώσει