ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- ρεύομαι
- ρεύεσαι
- ρεύεται
- ρευόμαστε
- ρεύεστε
- ρεύονται
Υποτακτική
- νά ρεύομαι
- νά ρεύεσαι
- νά ρεύεται
- νά ρευόμαστε
- νά ρεύεστε
- νά ρεύονται
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- ρευόμουν
- ρευόσουν
- ρευόταν
- ρευόμαστε
- ρευόσαστε
- ρεύονταν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά ρεύομαι
- θά ρεύεσαι
- θά ρεύεται
- θά ρευόμαστε
- θά ρεύεστε
- θά ρεύονται
Στιγμιαίος
- θά ρευτώ
- θά ρευτείς
- θά ρευτεί
- θά ρευτούμε
- θά ρευτείτε
- θά ρευτούν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ρεύτηκα
- ρεύτηκες
- ρεύτηκε
- ρευτήκαμε
- ρευτήκατε
- ρεύτηκαν
Υποτακτική
- νά ρευτώ
- νά ρευτείς
- νά ρευτεί
- νά ρευτούμε
- νά ρευτείτε
- νά ρευτούν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω ρευτεί
- έχεις ρευτεί
- έχει ρευτεί
- έχουμε ρευτεί
- έχετε ρευτεί
- έχουν ρευτεί
Υποτακτική
- νά έχω ρευτεί
- νά έχεις ρευτεί
- νά έχει ρευτεί
- νά έχουμε ρευτεί
- νά έχετε ρευτεί
- νά έχουν ρευτεί
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα ρευτεί
- είχες ρευτεί
- είχε ρευτεί
- είχαμε ρευτεί
- είχατε ρευτεί
- είχαν ρευτεί
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω ρευτεί
- θά έχεις ρευτεί
- θά έχει ρευθεί
- θά έχουμε ρευτεί
- θά έχετε ρευτεί
- θά έχουν ρευτεί