ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- ιδιοτελώ
- ιδιοτελείς
- ιδιοτελεί
- ιδιοτελούμε
- ιδιοτελείτε
- ιδιοτελούν
Υποτακτική
- νά ιδιοτελώ
- νά ιδιοτελείς
- νά ιδιοτελεί
- νά ιδιοτελούμε
- νά ιδιοτελείτε
- νά ιδιοτελούν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- ιδιοτελούσα
- ιδιοτελούσες
- ιδιοτελούσε
- ιδιοτελούσαμε
- ιδιοτελούσατε
- ιδιοτελούσαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά ιδιοτελώ
- θά ιδιοτελείς
- θά ιδιοτελεί
- θά ιδιοτελούμε
- θά ιδιοτελείτε
- θά ιδιοτελούν
Στιγμιαίος
- θά ιδιοτελέσω
- θά ιδιοτελέσεις
- θά ιδιοτελέσει
- θά ιδιοτελέσουμε
- θά ιδιοτελέσετε
- θά ιδιοτελέσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ιδιοτέλεσα
- ιδιοτέλεσες
- ιδιοτέλεσε
- ιδιοτελέσαμε
- ιδιοτελέσατε
- ιδιοτέλεσαν
Υποτακτική
- νά ιδιοτελέσω
- νά ιδιοτελέσεις
- νά ιδιοτελέσει
- νά ιδιοτελέσουμε
- νά ιδιοτελέσετε
- νά ιδιοτελέσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω ιδιοτελέσει
- έχεις ιδιοτελέσει
- έχει ιδιοτελέσει
- έχουμε ιδιοτελέσει
- έχετε ιδιοτελέσει
- έχουν ιδιοτελέσει
Υποτακτική
- νά έχω ιδιοτελέσει
- νά έχεις ιδιοτελέσει
- νά έχει ιδιοτελέσει
- νά έχουμε ιδιοτελέσει
- νά έχετε ιδιοτελέσει
- νά έχουν ιδιοτελέσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα ιδιοτελέσει
- είχες ιδιοτελέσει
- είχε ιδιοτελέσει
- είχαμε ιδιοτελέσει
- είχατε ιδιοτελέσει
- είχαν ιδιοτελέσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- νά έχω ιδιοτελέσει
- νά έχεις ιδιοτελέσει
- νά έχει ιδιοτελέσει
- νά έχουμε ιδιοτελέσει
- νά έχετε ιδιοτελέσει
- νά έχουν ιδιοτελέσει