EL.png αγορεύω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • αγορεύω
  • αγορεύεις
  • αγορεύει
  • αγορεύουμε
  • αγορεύετε
  • αγορεύουν

Υποτακτική

  • νά αγορεύω
  • νά αγορεύεις
  • νά αγορεύει
  • νά αγορεύουμε
  • νά αγορεύετε
  • νά αγορεύουν
 

Προστακτική

  • αγόρευε
  • αγορεύετε

Μετοχή

  • αγορεύοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • αγόρευα
  • αγόρευες
  • αγόρευε
  • αγορεύαμε
  • αγορεύατε
  • αγόρευαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά αγορεύω
  • θά αγορεύεις
  • θά αγορεύει
  • θά αγορεύουμε
  • θά αγορεύετε
  • θά αγορεύουν

Στιγμιαίος

  • θά αγορεύσω
  • θά αγορεύσεις
  • θά αγορεύσει
  • θά αγορεύσουμε
  • θά αγορεύσετε
  • θά αγορεύσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • αγόρευσα
  • αγόρευσες
  • αγόρευσε
  • αγορεύσαμε
  • αγορεύσατε
  • αγόρευσαν

Υποτακτική

  • νά αγορεύσω
  • νά αγορεύσεις
  • νά αγορεύσει
  • νά αγορεύσουμε
  • νά αγορεύσετε
  • νά αγορεύσουν
 

Προστακτική

  • αγόρευσε
  • αγορεύστε

Απαρέμφατο

  • αγορεύσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω αγορεύσει
  • έχεις αγορεύσει
  • έχει αγορεύσει
  • έχουμε αγορεύσει
  • έχετε αγορεύσει
  • έχουν αγορεύσει

Υποτακτική

  • νά έχω αγορεύσει
  • νά έχεις αγορεύσει
  • νά έχει αγορεύσει
  • νά έχουμε αγορεύσει
  • νά έχετε αγορεύσει
  • νά έχουν αγορεύσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα αγορεύσει
  • είχες αγορεύσει
  • είχε αγορεύσει
  • είχαμε αγορεύσει
  • είχατε αγορεύσει
  • είχαν αγορεύσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω αγορεύσει
  • θά έχεις αγορεύσει
  • θά έχει αγορεύσει
  • θά έχουμε αγορεύσει
  • θά έχετε αγορεύσει
  • θά έχουν αγορεύσει