ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- κοροϊδεύω
- κοροϊδεύεις
- κοροϊδεύει
- κοροϊδεύουμε
- κοροϊδεύετε
- κοροϊδεύουν
Υποτακτική
- νά κοροϊδεύω
- νά κοροϊδεύεις
- νά κοροϊδεύει
- νά κοροϊδεύουμε
- νά κοροϊδεύετε
- νά κοροϊδεύουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- κορόϊδευα
- κορόϊδευες
- κορόϊδευε
- κοροϊδεύαμε
- κοροϊδεύατε
- κορόϊδευαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά κοροϊδεύω
- θά κοροϊδεύεις
- θά κοροϊδεύει
- θά κοροϊδεύουμε
- θά κοροϊδεύετε
- θά κοροϊδεύουν
Στιγμιαίος
- θά κοροϊδεύσω
- θά κοροϊδεύσεις
- θά κοροϊδεύσει
- θά κοροϊδεύσουμε
- θά κοροϊδεύσετε
- θά κοροϊδεύσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- κορόϊδευσα
- κορόϊδευσες
- κορόϊδευσε
- κοροϊδεύσαμε
- κοροϊδεύσατε
- κορόϊδευσαν
Υποτακτική
- νά κοροϊδεύσω
- νά κοροϊδεύσεις
- νά κοροϊδεύσει
- νά κοροϊδεύσουμε
- νά κοροϊδεύσετε
- νά κοροϊδεύσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω κοροϊδεύσει
- έχεις κοροϊδεύσει
- έχει κοροϊδεύσει
- έχουμε κοροϊδεύσει
- έχετε κοροϊδεύσει
- έχουν κοροϊδεύσει
Υποτακτική
- νά έχω κοροϊδεύσει
- νά έχεις κοροϊδεύσει
- νά έχει κοροϊδεύσει
- νά έχουμε κοροϊδεύσει
- νά έχετε κοροϊδεύσει
- νά έχουν κοροϊδεύσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα κοροϊδεύσει
- είχες κοροϊδεύσει
- είχε κοροϊδεύσει
- είχαμε κοροϊδεύσει
- είχατε κοροϊδεύσει
- είχαν κοροϊδεύσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω κοροϊδεύσει
- θά έχεις κοροϊδεύσει
- θά έχει κοροϊδεύσει
- θά έχουμε κοροϊδεύσει
- θά έχετε κοροϊδεύσει
- θά έχουν κοροϊδεύσει