EL.png βρέχω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • βρέχω
  • βρέχεις
  • βρέχει
  • βρέχουμε
  • βρέχετε
  • βρέχουν

Υποτακτική

  • νά βρέχω
  • νά βρέχεις
  • νά βρέχει
  • νά βρέχουμε
  • νά βρέχετε
  • νά βρέχουν
 

Προστακτική

  • βρέχε
  • βρέχετε

Μετοχή

  • βρέχοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • έβρεχα
  • έβρεχες
  • έβρεχε
  • βρέχαμε
  • βρέχατε
  • έβρεχαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά βρέχω
  • θά βρέχεις
  • θά βρέχει
  • θά βρέχουμε
  • θά βρέχετε
  • θά βρέχουν

Στιγμιαίος

  • θά βρέξω
  • θά βρέξεις
  • θά βρέξει
  • θά βρέξουμε
  • θά βρέξετε
  • θά βρέξουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • έβρεξα
  • έβρεξες
  • έβρεξε
  • βρέξαμε
  • βρέξατε
  • έβρεξαν

Υποτακτική

  • νά βρέξω
  • νά βρέξεις
  • νά βρέξει
  • νά βρέξουμε
  • νά βρέξετε
  • νά βρέξουν
 

Προστακτική

  • βρέξε
  • βρέξτε

Απαρέμφατο

  • βρέξει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω βρέξει
  • έχεις βρέξει
  • έχει βρέξει
  • έχουμε βρέξει
  • έχετε βρέξει
  • έχουν βρέξει

Υποτακτική

  • νά έχω βρέξει
  • νά έχεις βρέξει
  • νά έχει βρέξει
  • νά έχουμε βρέξει
  • νά έχετε βρέξει
  • νά έχουν βρέξει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα βρέξει
  • είχες βρέξει
  • είχε βρέξει
  • είχαμε βρέξει
  • είχατε βρέξει
  • είχαν βρέξει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω βρέξει
  • θά έχεις βρέξει
  • θά έχει βρέξει
  • θά έχουμε βρέξει
  • θά έχετε βρέξει
  • θά έχουν βρέξει