EL.png προσβαίνω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • προσβαίνω
  • προσβαίνεις
  • προσβαίνει
  • προσβαίνουμε
  • προσβαίνετε
  • προσβαίνουν

Υποτακτική

  • νά προσβαίνω
  • νά προσβαίνεις
  • νά προσβαίνει
  • νά προσβαίνουμε
  • νά προσβαίνετε
  • νά προσβαίνουν
 

Προστακτική

  • πρόσβαινε
  • προσβαίνετε

Μετοχή

  • προσβαίνοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • πρόσβαινα
  • πρόσβαινες
  • πρόσβαινε
  • προσβαίναμε
  • προσβαίνατε
  • πρόσβαιναν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά προσβαίνω
  • θά προσβαίνεις
  • θά προσβαίνει
  • θά προσβαίνουμε
  • θά προσβαίνετε
  • θά προσβαίνουν

Στιγμιαίος

  • θά προσβώ
  • θά προσβείς
  • θά προσβεί
  • θά προσβούμε
  • θά προσβείτε
  • θά προσβούν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • προσέβηκα
  • προσέβηκες
  • προσέβηκε
  • προσεβήκαμε
  • προσεβήκατε
  • προσέβηκαν

Υποτακτική

  • νά προσβώ
  • νά προσβείς
  • νά προσβεί
  • νά προσβούμε
  • νά προσβείτε
  • νά προσβούν
 

Προστακτική

  • πρόσβε
  • προσβείτε

Απαρέμφατο

  • προσβεί

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω προσβεί
  • έχεις προσβεί
  • έχει προσβεί
  • έχουμε προσβεί
  • έχετε προσβεί
  • έχουν προσβεί

Υποτακτική

  • νά έχω προσβεί
  • νά έχεις προσβεί
  • νά έχει προσβεί
  • νά έχουμε προσβεί
  • νά έχετε προσβεί
  • νά έχουν προσβεί
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα προσβεί
  • είχες προσβεί
  • είχε προσβεί
  • είχαμε προσβεί
  • είχατε προσβεί
  • είχαν προσβεί

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω προσβεί
  • θά έχεις προσβεί
  • θά έχει προσβεί
  • θά έχουμε προσβεί
  • θά έχετε προσβεί
  • θά έχουν προσβεί