ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- δοκιμάζω
- δοκιμάζεις
- δοκιμάζει
- δοκιμάζουμε
- δοκιμάζετε
- δοκιμάζουν
Υποτακτική
- νά δοκιμάζω
- νά δοκιμάζεις
- νά δοκιμάζει
- νά δοκιμάζουμε
- νά δοκιμάζετε
- νά δοκιμάζουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- δοκίμαζα
- δοκίμαζες
- δοκίμαζε
- δοκιμάζαμε
- δοκιμάζατε
- δοκίμαζαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά δοκιμάζω
- θά δοκιμάζεις
- θά δοκιμάζει
- θά δοκιμάζουμε
- θά δοκιμάζετε
- θά δοκιμάζουν
Στιγμιαίος
- θά δοκιμάσω
- θά δοκιμάσεις
- θά δοκιμάσει
- θά δοκιμάσουμε
- θά δοκιμάσετε
- θά δοκιμάσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- δοκίμασα
- δοκίμασες
- δοκίμασε
- δοκιμάσαμε
- δοκιμάσατε
- δοκίμασαν
Υποτακτική
- νά δοκιμάσω
- νά δοκιμάσεις
- νά δοκιμάσει
- νά δοκιμάσουμε
- νά δοκιμάσετε
- νά δοκιμάσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω δοκιμάσει
- έχεις δοκιμάσει
- έχει δοκιμάσει
- έχουμε δοκιμάσει
- έχετε δοκιμάσει
- έχουν δοκιμάσει
Υποτακτική
- νά έχω δοκιμάσει
- νά έχεις δοκιμάσει
- νά έχει δοκιμάσει
- νά έχουμε δοκιμάσει
- νά έχετε δοκιμάσει
- νά έχουν δοκιμάσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα δοκιμάσει
- είχες δοκιμάσει
- είχε δοκιμάσει
- είχαμε δοκιμάσει
- είχατε δοκιμάσει
- είχαν δοκιμάσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω δοκιμάσει
- θά έχεις δοκιμάσει
- θά έχει δοκιμάσει
- θά έχουμε δοκιμάσει
- θά έχετε δοκιμάσει
- θά έχουν δοκιμάσει