EL.png κάθομαι

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • κάθομαι
  • κάθεσαι
  • κάθεται
  • καθόμαστε
  • κάθεστε
  • κάθονται

Υποτακτική

  • νά κάθομαι
  • νά κάθεσαι
  • νά κάθεται
  • νά καθόμαστε
  • νά κάθεστε
  • νά κάθονται
 

Προστακτική

  • *
  • *

Μετοχή

  • *

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • καθόμουν
  • καθόσουν
  • καθόταν
  • καθόμαστε
  • καθόσαστε
  • κάθονταν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά κάθομαι
  • θά κάθεσαι
  • θά κάθεται
  • θά καθόμαστε
  • θά κάθεστε
  • θά κάθονται

Στιγμιαίος

  • θά καθήσω
  • θά καθήσεις
  • θά καθήσει
  • θά καθήσουμε
  • θά καθήσετε
  • θά καθήσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • κάθησα
  • κάθησες
  • κάθησε
  • καθήσαμε
  • καθήσατε
  • κάθησαν

Υποτακτική

  • νά καθήσω
  • νά καθήσεις
  • νά καθήσει
  • νά καθήσουμε
  • νά καθήσετε
  • νά καθήσουν
 

Προστακτική

  • κάθησε
  • καθήστε

Απαρέμφατο

  • καθήσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω καθήσει
  • έχεις καθήσει
  • έχει καθήσει
  • έχουμε καθήσει
  • έχετε καθήσει
  • έχουν καθήσει

Υποτακτική

  • νά έχω καθήσει
  • νά έχεις καθήσει
  • νά έχει καθήσει
  • νά έχουμε καθήσει
  • νά έχετε καθήσει
  • νά έχουν καθήσει
 

Μετοχή

  • καθησμένος

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα καθήσει
  • είχες καθήσει
  • είχε καθήσει
  • είχαμε καθήσει
  • είχατε καθήσει
  • είχαν καθήσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω καθήσει
  • θά έχεις καθήσει
  • θά έχει καθήσει
  • θά έχουμε καθήσει
  • θά έχετε καθήσει
  • θά έχουν καθήσει