EL.png φεκολίζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • φεκολίζω
  • φεκολίζεις
  • φεκολίζει
  • φεκολίζουμε
  • φεκολίζετε
  • φεκολίζουν

Υποτακτική

  • νά φεκολίζω
  • νά φεκολίζεις
  • νά φεκολίζει
  • νά φεκολίζουμε
  • νά φεκολίζετε
  • νά φεκολίζουν
 

Προστακτική

  • φεκόλιζε
  • φεκολίζετε

Μετοχή

  • φεκολίζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • φεκόλιζα
  • φεκόλιζες
  • φεκόλιζε
  • φεκολίζαμε
  • φεκολίζατε
  • φεκολίζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά φεκολίζω
  • θά φεκολίζεις
  • θά φεκολίζει
  • θά φεκολίζουμε
  • θά φεκολίζετε
  • θά φεκολίζουν

Στιγμιαίος

  • θά φεκολίσω
  • θά φεκολίσεις
  • θά φεκολίσει
  • θά φεκολίσουμε
  • θά φεκολίσετε
  • θά φεκολίσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • φεκόλισα
  • φεκόλισες
  • φεκόλισε
  • φεκολίσαμε
  • φεκολίσατε
  • φεκόλισαν

Υποτακτική

  • νά φεκολίσω
  • νά φεκολίσεις
  • νά φεκολίσει
  • νά φεκολίσουμε
  • νά φεκολίσετε
  • νά φεκολίσουν
 

Προστακτική

  • φεκόλισε
  • φεκολίστε

Απαρέμφατο

  • φεκολίσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω φεκολίσει
  • έχεις φεκολίσει
  • έχει φεκολίσει
  • έχουμε φεκολίσει
  • έχετε φεκολίσει
  • έχουν φεκολίσει

Υποτακτική

  • νά έχω φεκολίσει
  • νά έχεις φεκολίσει
  • νά έχει φεκολίσει
  • νά έχουμε φεκολίσει
  • νά έχετε φεκολίσει
  • νά έχουν φεκολίσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα φεκολίσει
  • είχες φεκολίσει
  • είχε φεκολίσει
  • είχαμε φεκολίσει
  • είχατε φεκολίσει
  • είχαν φεκολίσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω φεκολίσει
  • θά έχεις φεκολίσει
  • θά έχει φεκολίσει
  • θά έχουμε φεκολίσει
  • θά έχετε φεκολίσει
  • θά έχουν φεκολίσει