EL.png κοπώ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • κοπώ
  • κοπείς
  • κοπεί
  • κοπούμε
  • κοπείτε
  • κοπούν

Υποτακτική

  • νά κοπώ
  • νά κοπείς
  • νά κοπεί
  • νά κοπούμε
  • νά κοπείτε
  • νά κοπούν
 

Προστακτική

  • *
  • *

Μετοχή

  • κοπώντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • κοπούσα
  • κοπούσες
  • κοπούσε
  • κοπούσαμε
  • κοπούσατε
  • κοπούσαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά κοπώ
  • θά κοπείς
  • θά κοπεί
  • θά κοπούμε
  • θά κοπείτε
  • θά κοπούν

Στιγμιαίος

  • θά κοπήσω
  • θά κοπήσεις
  • θά κοπήσει
  • θά κοπήσουμε
  • θά κοπήσετε
  • θά κοπήσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • κόπησα
  • κόπησες
  • κόπησε
  • κοπήσαμε
  • κοπήσατε
  • κόπησαν

Υποτακτική

  • νά κοπήσω
  • νά κοπήσεις
  • νά κοπήσει
  • νά κοπήσουμε
  • νά κοπήσετε
  • νά κοπήσουν
 

Προστακτική

  • κόπησε
  • κοπήστε

Απαρέμφατο

  • κοπήσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω κοπήσει
  • έχεις κοπήσει
  • έχει κοπήσει
  • έχουμε κοπήσει
  • έχετε κοπήσει
  • έχουν κοπήσει

Υποτακτική

  • νά έχω κοπήσει
  • νά έχεις κοπήσει
  • νά έχει κοπήσει
  • νά έχουμε κοπήσει
  • νά έχετε κοπήσει
  • νά έχουν κοπήσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα κοπήσει
  • είχες κοπήσει
  • είχε κοπήσει
  • είχαμε κοπήσει
  • είχατε κοπήσει
  • είχαν κοπήσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • νά έχω κοπήσει
  • νά έχεις κοπήσει
  • νά έχει κοπήσει
  • νά έχουμε κοπήσει
  • νά έχετε κοπήσει
  • νά έχουν κοπήσει