ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- κοπώ
- κοπείς
- κοπεί
- κοπούμε
- κοπείτε
- κοπούν
Υποτακτική
- νά κοπώ
- νά κοπείς
- νά κοπεί
- νά κοπούμε
- νά κοπείτε
- νά κοπούν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- κοπούσα
- κοπούσες
- κοπούσε
- κοπούσαμε
- κοπούσατε
- κοπούσαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά κοπώ
- θά κοπείς
- θά κοπεί
- θά κοπούμε
- θά κοπείτε
- θά κοπούν
Στιγμιαίος
- θά κοπήσω
- θά κοπήσεις
- θά κοπήσει
- θά κοπήσουμε
- θά κοπήσετε
- θά κοπήσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- κόπησα
- κόπησες
- κόπησε
- κοπήσαμε
- κοπήσατε
- κόπησαν
Υποτακτική
- νά κοπήσω
- νά κοπήσεις
- νά κοπήσει
- νά κοπήσουμε
- νά κοπήσετε
- νά κοπήσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω κοπήσει
- έχεις κοπήσει
- έχει κοπήσει
- έχουμε κοπήσει
- έχετε κοπήσει
- έχουν κοπήσει
Υποτακτική
- νά έχω κοπήσει
- νά έχεις κοπήσει
- νά έχει κοπήσει
- νά έχουμε κοπήσει
- νά έχετε κοπήσει
- νά έχουν κοπήσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα κοπήσει
- είχες κοπήσει
- είχε κοπήσει
- είχαμε κοπήσει
- είχατε κοπήσει
- είχαν κοπήσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- νά έχω κοπήσει
- νά έχεις κοπήσει
- νά έχει κοπήσει
- νά έχουμε κοπήσει
- νά έχετε κοπήσει
- νά έχουν κοπήσει