EL.png νομίζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • νομίζω
  • νομίζεις
  • νομίζει
  • νομίζουμε
  • νομίζετε
  • νομίζουν

Υποτακτική

  • νά νομίζω
  • νά νομίζεις
  • νά νομίζει
  • νά νομίζουμε
  • νά νομίζετε
  • νά νομίζουν
 

Προστακτική

  • νόμιζε
  • νομίζετε

Μετοχή

  • νομίζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • νόμιζα
  • νόμιζες
  • νόμιζε
  • νομίζαμε
  • νομίζατε
  • νόμιζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά νομίζω
  • θά νομίζεις
  • θά νομίζει
  • θά νομίζουμε
  • θά νομίζετε
  • θά νομίζουν

Στιγμιαίος

  • θά νομίσω
  • θά νομίσεις
  • θά νομίσει
  • θά νομίσουμε
  • θά νομίσετε
  • θά νομίσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • νόμισα
  • νόμισες
  • νόμισε
  • νομίσαμε
  • νομίσατε
  • νόμισαν

Υποτακτική

  • νά νομίσω
  • νά νομίσεις
  • νά νομίσει
  • νά νομίσουμε
  • νά νομίσετε
  • νά νομίσουν
 

Προστακτική

  • νόμισε
  • νομίστε

Απαρέμφατο

  • νομίσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω νομίσει
  • έχεις νομίσει
  • έχει νομίσει
  • έχουμε νομίσει
  • έχετε νομίσει
  • έχουν νομίσει

Υποτακτική

  • νά έχω νομίσει
  • νά έχεις νομίσει
  • νά έχει νομίσει
  • νά έχουμε νομίσει
  • νά έχετε νομίσει
  • νά έχουν νομίσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα νομίσει
  • είχες νομίσει
  • είχε νομίσει
  • είχαμε νομίσει
  • είχατε νομίσει
  • είχαν νομίσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω νομίσει
  • θά έχεις νομίσει
  • θά έχει νομίσει
  • θά έχουμε νομίσει
  • θά έχετε νομίσει
  • θά έχουν νομίσει