ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- κλωνοποιώ
- κλωνοποιείς
- κλωνοποιεί
- κλωνοποιούμε
- κλωνοποιείτε
- κλωνοποιούν
Υποτακτική
- νά κλωνοποιώ
- νά κλωνοποιείς
- νά κλωνοποιεί
- νά κλωνοποιούμε
- νά κλωνοποιείτε
- νά κλωνοποιούν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- κλωνοποιούσα
- κλωνοποιούσες
- κλωνοποιούσε
- κλωνοποιούσαμε
- κλωνοποιούσατε
- κλωνοποιούσαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά κλωνοποιώ
- θά κλωνοποιείς
- θά κλωνοποιεί
- θά κλωνοποιούμε
- θά κλωνοποιείτε
- θά κλωνοποιούν
Στιγμιαίος
- θά κλωνοποιήσω
- θά κλωνοποιήσεις
- θά κλωνοποιήσει
- θά κλωνοποιήσουμε
- θά κλωνοποιήσετε
- θά κλωνοποιήσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- κλωνοποίησα
- κλωνοποίησες
- κλωνοποίησε
- κλωνοποιήσαμε
- κλωνοποιήσατε
- κλωνοποίησαν
Υποτακτική
- νά κλωνοποιήσω
- νά κλωνοποιήσεις
- νά κλωνοποιήσει
- νά κλωνοποιήσουμε
- νά κλωνοποιήσετε
- νά κλωνοποιήσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω κλωνοποιήσει
- έχεις κλωνοποιήσει
- έχει κλωνοποιήσει
- έχουμε κλωνοποιήσει
- έχετε κλωνοποιήσει
- έχουν κλωνοποιήσει
Υποτακτική
- νά έχω κλωνοποιήσει
- νά έχεις κλωνοποιήσει
- νά έχει κλωνοποιήσει
- νά έχουμε κλωνοποιήσει
- νά έχετε κλωνοποιήσει
- νά έχουν κλωνοποιήσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα κλωνοποιήσει
- είχες κλωνοποιήσει
- είχε κλωνοποιήσει
- είχαμε κλωνοποιήσει
- είχατε κλωνοποιήσει
- είχαν κλωνοποιήσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- νά έχω κλωνοποιήσει
- νά έχεις κλωνοποιήσει
- νά έχει κλωνοποιήσει
- νά έχουμε κλωνοποιήσει
- νά έχετε κλωνοποιήσει
- νά έχουν κλωνοποιήσει