EL.png γαμώ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • γαμώ
  • γαμείς
  • γαμεί
  • γαμούμε
  • γαμείτε
  • γαμούν

Υποτακτική

  • νά γαμώ
  • νά γαμείς
  • νά γαμεί
  • νά γαμούμε
  • νά γαμείτε
  • νά γαμούν
 

Προστακτική

  • *
  • *

Μετοχή

  • γαμώντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • γαμούσα
  • γαμούσες
  • γαμούσε
  • γαμούσαμε
  • γαμούσατε
  • γαμούσαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά γαμώ
  • θά γαμείς
  • θά γαμεί
  • θά γαμούμε
  • θά γαμείτε
  • θά γαμούν

Στιγμιαίος

  • θά γαμήσω
  • θά γαμήσεις
  • θά γαμήσει
  • θά γαμήσουμε
  • θά γαμήσετε
  • θά γαμήσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • γάμησα
  • γάμησες
  • γάμησε
  • γαμήσαμε
  • γαμήσατε
  • γάμησαν

Υποτακτική

  • νά γαμήσω
  • νά γαμήσεις
  • νά γαμήσει
  • νά γαμήσουμε
  • νά γαμήσετε
  • νά γαμήσουν
 

Προστακτική

  • γάμησε
  • γαμήστε

Απαρέμφατο

  • γαμήσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω γαμήσει
  • έχεις γαμήσει
  • έχει γαμήσει
  • έχουμε γαμήσει
  • έχετε γαμήσει
  • έχουν γαμήσει

Υποτακτική

  • νά έχω γαμήσει
  • νά έχεις γαμήσει
  • νά έχει γαμήσει
  • νά έχουμε γαμήσει
  • νά έχετε γαμήσει
  • νά έχουν γαμήσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα γαμήσει
  • είχες γαμήσει
  • είχε γαμήσει
  • είχαμε γαμήσει
  • είχατε γαμήσει
  • είχαν γαμήσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • νά έχω γαμήσει
  • νά έχεις γαμήσει
  • νά έχει γαμήσει
  • νά έχουμε γαμήσει
  • νά έχετε γαμήσει
  • νά έχουν γαμήσει