ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- γαμώ
- γαμείς
- γαμεί
- γαμούμε
- γαμείτε
- γαμούν
Υποτακτική
- νά γαμώ
- νά γαμείς
- νά γαμεί
- νά γαμούμε
- νά γαμείτε
- νά γαμούν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- γαμούσα
- γαμούσες
- γαμούσε
- γαμούσαμε
- γαμούσατε
- γαμούσαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά γαμώ
- θά γαμείς
- θά γαμεί
- θά γαμούμε
- θά γαμείτε
- θά γαμούν
Στιγμιαίος
- θά γαμήσω
- θά γαμήσεις
- θά γαμήσει
- θά γαμήσουμε
- θά γαμήσετε
- θά γαμήσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- γάμησα
- γάμησες
- γάμησε
- γαμήσαμε
- γαμήσατε
- γάμησαν
Υποτακτική
- νά γαμήσω
- νά γαμήσεις
- νά γαμήσει
- νά γαμήσουμε
- νά γαμήσετε
- νά γαμήσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω γαμήσει
- έχεις γαμήσει
- έχει γαμήσει
- έχουμε γαμήσει
- έχετε γαμήσει
- έχουν γαμήσει
Υποτακτική
- νά έχω γαμήσει
- νά έχεις γαμήσει
- νά έχει γαμήσει
- νά έχουμε γαμήσει
- νά έχετε γαμήσει
- νά έχουν γαμήσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα γαμήσει
- είχες γαμήσει
- είχε γαμήσει
- είχαμε γαμήσει
- είχατε γαμήσει
- είχαν γαμήσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- νά έχω γαμήσει
- νά έχεις γαμήσει
- νά έχει γαμήσει
- νά έχουμε γαμήσει
- νά έχετε γαμήσει
- νά έχουν γαμήσει