EL.png χωρώ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • χωρώ
  • χωράς
  • χωρά
  • χωρούμε-(άμε)
  • χωράτε
  • χωρ(ούν)-(άν)-(άνε)

Υποτακτική

  • νά χωρώ
  • νά χωράς
  • νά χωρά
  • νά χωρούμε-(άμε)
  • νά χωράτε
  • νά χωρ(ούν)-(άν)-(άνε)
 

Προστακτική

  • χώρα
  • χωράτε

Μετοχή

  • χωρώντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • χωρούσα
  • χωρούσες
  • χωρούσε
  • χωρούσαμε
  • χωρούσατε
  • χωρούσαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά χωρώ
  • θά χωράς
  • θά χωρά
  • θά χωρούμε-(άμε)
  • θά χωράτε
  • θά χωρ(ούν)-(άν)-(άνε)

Στιγμιαίος

  • θά χωρέσω
  • θά χωρέσεις
  • θά χωρέσει
  • θά χωρέσουμε
  • θά χωρέσετε
  • θά χωρέσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • χώρεσα
  • χώρεσες
  • χώρεσε
  • χωρέσαμε
  • χωρέσατε
  • χώρεσαν

Υποτακτική

  • νά χωρέσω
  • νά χωρέσεις
  • νά χωρέσει
  • νά χωρέσουμε
  • νά χωρέσετε
  • νά χωρέσουν
 

Προστακτική

  • χώρεσε
  • χωρέστε

Απαρέμφατο

  • χωρέσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω χωρέσει
  • έχεις χωρέσει
  • έχει χωρέσει
  • έχουμε χωρέσει
  • έχετε χωρέσει
  • έχουν χωρέσει

Υποτακτική

  • νά έχω χωρέσει
  • νά έχεις χωρέσει
  • νά έχει χωρέσει
  • νά έχουμε χωρέσει
  • νά έχετε χωρέσει
  • νά έχουν χωρέσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα χωρέσει
  • είχες χωρέσει
  • είχε χωρέσει
  • είχαμε χωρέσει
  • είχατε χωρέσει
  • είχαν χωρέσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω χωρέσει
  • θά έχεις χωρέσει
  • θά έχει χωρέσει
  • θά έχουμε χωρέσει
  • θά έχετε χωρέσει
  • θά έχουν χωρέσει