EL.png χορταίνω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • χορταίνω
  • χορταίνεις
  • χορταίνει
  • χορταίνουμε
  • χορταίνετε
  • χορταίνουν

Υποτακτική

  • νά χορταίνω
  • νά χορταίνεις
  • νά χορταίνει
  • νά χορταίνουμε
  • νά χορταίνετε
  • νά χορταίνουν
 

Προστακτική

  • χόρταινε
  • χορταίνετε

Μετοχή

  • χορταίνοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • χόρταινα
  • χόρταινες
  • χόρταινε
  • χορταίναμε
  • χορταίνατε
  • χόρταιναν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά χορταίνω
  • θά χορταίνεις
  • θά χορταίνει
  • θά χορταίνουμε
  • θά χορταίνετε
  • θά χορταίνουν

Στιγμιαίος

  • θά χορτάσω
  • θά χορτάσεις
  • θά χορτάσει
  • θά χορτάσουμε
  • θά χορτάσετε
  • θά χορτάσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • χόρτασα
  • χόρτασες
  • χόρτασε
  • χορτάσαμε
  • χορτάσατε
  • χόρτασαν

Υποτακτική

  • νά χορτάσω
  • νά χορτάσεις
  • νά χορτάσει
  • νά χορτάσουμε
  • νά χορτάσετε
  • νά χορτάσουν
 

Προστακτική

  • χόρτασε
  • χορτάστε

Απαρέμφατο

  • χορτάσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω χορτάσει
  • έχεις χορτάσει
  • έχει χορτάσει
  • έχουμε χορτάσει
  • έχετε χορτάσει
  • έχουν χορτάσει

Υποτακτική

  • νά έχω χορτάσει
  • νά έχεις χορτάσει
  • νά έχει χορτάσει
  • νά έχουμε χορτάσει
  • νά έχετε χορτάσει
  • νά έχουν χορτάσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα χορτάσει
  • είχες χορτάσει
  • είχε χορτάσει
  • είχαμε χορτάσει
  • είχατε χορτάσει
  • είχαν χορτάσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω χορτάσει
  • θά έχεις χορτάσει
  • θά έχει χορτάσει
  • θά έχουμε χορτάσει
  • θά έχετε χορτάσει
  • θά έχουν χορτάσει