EL.png χαλώ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • χαλώ
  • χαλάς
  • χαλά
  • χαλούμε-(άμε)
  • χαλάτε
  • χαλ(ούν)-(άν)-(άνε)

Υποτακτική

  • νά χαλώ
  • νά χαλάς
  • νά χαλά
  • νά χαλούμε-(άμε)
  • νά χαλάτε
  • νά χαλ(ούν)-(άν)-(άνε)
 

Προστακτική

  • χάλα
  • χαλάτε

Μετοχή

  • χαλώντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • χαλούσα
  • χαλούσες
  • χαλούσε
  • χαλούσαμε
  • χαλούσατε
  • χαλούσαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά χαλώ
  • θά χαλάς
  • θά χαλά
  • θά χαλούμε-(άμε)
  • θά χαλάτε
  • θά χαλ(ούν)-(άν)-(άνε)

Στιγμιαίος

  • θά χαλάσω
  • θά χαλάσεις
  • θά χαλάσει
  • θά χαλάσουμε
  • θά χαλάσετε
  • θά χαλάσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • χάλασα
  • χάλασες
  • χάλασε
  • χαλάσαμε
  • χαλάσατε
  • χάλασαν

Υποτακτική

  • νά χαλάσω
  • νά χαλάσεις
  • νά χαλάσει
  • νά χαλάσουμε
  • νά χαλάσετε
  • νά χαλάσουν
 

Προστακτική

  • χάλασε
  • χαλάστε

Απαρέμφατο

  • χαλάσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω χαλάσει
  • έχεις χαλάσει
  • έχει χαλάσει
  • έχουμε χαλάσει
  • έχετε χαλάσει
  • έχουν χαλάσει

Υποτακτική

  • νά έχω χαλάσει
  • νά έχεις χαλάσει
  • νά έχει χαλάσει
  • νά έχουμε χαλάσει
  • νά έχετε χαλάσει
  • νά έχουν χαλάσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα χαλάσει
  • είχες χαλάσει
  • είχε χαλάσει
  • είχαμε χαλάσει
  • είχατε χαλάσει
  • είχαν χαλάσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω χαλάσει
  • θά έχεις χαλάσει
  • θά έχει χαλάσει
  • θά έχουμε χαλάσει
  • θά έχετε χαλάσει
  • θά έχουν χαλάσει