EL.png φυλακίζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • φυλακίζω
  • φυλακίζεις
  • φυλακίζει
  • φυλακίζουμε
  • φυλακίζετε
  • φυλακίζουν

Υποτακτική

  • νά φυλακίζω
  • νά φυλακίζεις
  • νά φυλακίζει
  • νά φυλακίζουμε
  • νά φυλακίζετε
  • νά φυλακίζουν
 

Προστακτική

  • φυλάκιζε
  • φυλακίζετε

Μετοχή

  • φυλακίζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • φυλάκιζα
  • φυλάκιζες
  • φυλάκιζε
  • φυλακίζαμε
  • φυλακίζατε
  • φυλάκιζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά φυλακίζω
  • θά φυλακίζεις
  • θά φυλακίζει
  • θά φυλακίζουμε
  • θά φυλακίζετε
  • θά φυλακίζουν

Στιγμιαίος

  • θά φυλακίσω
  • θά φυλακίσεις
  • θά φυλακίσει
  • θά φυλακίσουμε
  • θά φυλακίσετε
  • θά φυλακίσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • φυλάκισα
  • φυλάκισες
  • φυλάκισε
  • φυλακίσαμε
  • φυλακίσατε
  • φυλάκισαν

Υποτακτική

  • νά φυλακίσω
  • νά φυλακίσεις
  • νά φυλακίσει
  • νά φυλακίσουμε
  • νά φυλακίσετε
  • νά φυλακίσουν
 

Προστακτική

  • φυλάκισε
  • φυλακίστε

Απαρέμφατο

  • φυλακίσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω φυλακίσει
  • έχεις φυλακίσει
  • έχει φυλακίσει
  • έχουμε φυλακίσει
  • έχετε φυλακίσει
  • έχουν φυλακίσει

Υποτακτική

  • νά έχω φυλακίσει
  • νά έχεις φυλακίσει
  • νά έχει φυλακίσει
  • νά έχουμε φυλακίσει
  • νά έχετε φυλακίσει
  • νά έχουν φυλακίσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα φυλακίσει
  • είχες φυλακίσει
  • είχε φυλακίσει
  • είχαμε φυλακίσει
  • είχατε φυλακίσει
  • είχαν φυλακίσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω φυλακίσει
  • θά έχεις φυλακίσει
  • θά έχει φυλακίσει
  • θά έχουμε φυλακίσει
  • θά έχετε φυλακίσει
  • θά έχουν φυλακίσει