ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- φουντώνω
- φουντώνεις
- φουντώνει
- φουντώνουμε
- φουντώνετε
- φουντώνουν
Υποτακτική
- νά φουντώνω
- νά φουντώνεις
- νά φουντώνει
- νά φουντώνουμε
- νά φουντώνετε
- νά φουντώνουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- φούντωνα
- φούντωνες
- φούντωνε
- φουντώναμε
- φουντώνατε
- φούντωναν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά φουντώνω
- θά φουντώνεις
- θά φουντώνει
- θά φουντώνουμε
- θά φουντώνετε
- θά φουντώνουν
Στιγμιαίος
- θά φουντώσω
- θά φουντώσεις
- θά φουντώσει
- θά φουντώσουμε
- θά φουντώσετε
- θά φουντώσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- φούντωσα
- φούντωσες
- φούντωσε
- φουντώσαμε
- φουντώσατε
- φούντωσαν
Υποτακτική
- νά φουντώσω
- νά φουντώσεις
- νά φουντώσει
- νά φουντώσουμε
- νά φουντώσετε
- νά φουντώσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω φουντώσει
- έχεις φουντώσει
- έχει φουντώσει
- έχουμε φουντώσει
- έχετε φουντώσει
- έχουν φουντώσει
Υποτακτική
- νά έχω φουντώσει
- νά έχεις φουντώσει
- νά έχει φουντώσει
- νά έχουμε φουντώσει
- νά έχετε φουντώσει
- νά έχουν φουντώσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα φουντώσει
- είχες φουντώσει
- είχε φουντώσει
- είχαμε φουντώσει
- είχατε φουντώσει
- είχαν φουντώσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω φουντώσει
- θά έχεις φουντώσει
- θά έχει φουντώσει
- θά έχουμε φουντώσει
- θά έχετε φουντώσει
- θά έχουν φουντώσει