EL.png υπερασπίζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • υπερασπίζω
  • υπερασπίζεις
  • υπερασπίζει
  • υπερασπίζουμε
  • υπερασπίζετε
  • υπερασπίζουν

Υποτακτική

  • νά υπερασπίζω
  • νά υπερασπίζεις
  • νά υπερασπίζει
  • νά υπερασπίζουμε
  • νά υπερασπίζετε
  • νά υπερασπίζουν
 

Προστακτική

  • υπεράσπιζε
  • υπερασπίζετε

Μετοχή

  • υπερασπίζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • υπεράσπιζα
  • υπεράσπιζες
  • υπεράσπιζε
  • υπερασπίζαμε
  • υπερασπίζατε
  • υπεράσπιζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά υπερασπίζω
  • θά υπερασπίζεις
  • θά υπερασπίζει
  • θά υπερασπίζουμε
  • θά υπερασπίζετε
  • θά υπερασπίζουν

Στιγμιαίος

  • θά υπερασπίσω
  • θά υπερασπίσεις
  • θά υπερασπίσει
  • θά υπερασπίσουμε
  • θά υπερασπίσετε
  • θά υπερασπίσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • υπεράσπισα
  • υπεράσπισες
  • υπεράσπισε
  • υπερασπίσαμε
  • υπερασπίσατε
  • υπεράσπισαν

Υποτακτική

  • νά υπερασπίσω
  • νά υπερασπίσεις
  • νά υπερασπίσει
  • νά υπερασπίσουμε
  • νά υπερασπίσετε
  • νά υπερασπίσουν
 

Προστακτική

  • υπεράσπισε
  • υπερασπίστε

Απαρέμφατο

  • υπερασπίσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω υπερασπίσει
  • έχεις υπερασπίσει
  • έχει υπερασπίσει
  • έχουμε υπερασπίσει
  • έχετε υπερασπίσει
  • έχουν υπερασπίσει

Υποτακτική

  • νά έχω υπερασπίσει
  • νά έχεις υπερασπίσει
  • νά έχει υπερασπίσει
  • νά έχουμε υπερασπίσει
  • νά έχετε υπερασπίσει
  • νά έχουν υπερασπίσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα υπερασπίσει
  • είχες υπερασπίσει
  • είχε υπερασπίσει
  • είχαμε υπερασπίσει
  • είχατε υπερασπίσει
  • είχαν υπερασπίσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω υπερασπίσει
  • θά έχεις υπερασπίσει
  • θά έχει υπερασπίσει
  • θά έχουμε υπερασπίσει
  • θά έχετε υπερασπίσει
  • θά έχουν υπερασπίσει