EL.png τσιμπώ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • τσιμπώ
  • τσιμπάς
  • τσιμπά
  • τσιμπούμε-(άμε)
  • τσιμπάτε
  • τσιμπ(ούν)-(άν)-(άνε)

Υποτακτική

  • νά τσιμπώ
  • νά τσιμπάς
  • νά τσιμπά
  • νά τσιμπούμε-(άμε)
  • νά τσιμπάτε
  • νά τσιμπ(ούν)-(άν)-(άνε)
 

Προστακτική

  • τσίμπα
  • τσιμπάτε

Μετοχή

  • τσιμπώντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • τσιμπούσα
  • τσιμπούσες
  • τσιμπούσε
  • τσιμπούσαμε
  • τσιμπούσατε
  • τσιμπούσαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά τσιμπώ
  • θά τσιμπάς
  • θά τσιμπά
  • θά τσιμπούμε-(άμε)
  • θά τσιμπάτε
  • θά τσιμπ(ούν)-(άν)-(άνε)

Στιγμιαίος

  • θά τσιμπήσω
  • θά τσιμπήσεις
  • θά τσιμπήσει
  • θά τσιμπήσουμε
  • θά τσιμπήσετε
  • θά τσιμπήσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • τσίμπησα
  • τσίμπησες
  • τσίμπησε
  • τσιμπήσαμε
  • τσιμπήσατε
  • τσίμπησαν

Υποτακτική

  • νά τσιμπήσω
  • νά τσιμπήσεις
  • νά τσιμπήσει
  • νά τσιμπήσουμε
  • νά τσιμπήσετε
  • νά τσιμπήσουν
 

Προστακτική

  • τσίμπησε
  • τσιμπήστε

Απαρέμφατο

  • τσιμπήσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω τσιμπήσει
  • έχεις τσιμπήσει
  • έχει τσιμπήσει
  • έχουμε τσιμπήσει
  • έχετε τσιμπήσει
  • έχουν τσιμπήσει

Υποτακτική

  • νά έχω τσιμπήσει
  • νά έχεις τσιμπήσει
  • νά έχει τσιμπήσει
  • νά έχουμε τσιμπήσει
  • νά έχετε τσιμπήσει
  • νά έχουν τσιμπήσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα τσιμπήσει
  • είχες τσιμπήσει
  • είχε τσιμπήσει
  • είχαμε τσιμπήσει
  • είχατε τσιμπήσει
  • είχαν τσιμπήσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω τσιμπήσει
  • θά έχεις τσιμπήσει
  • θά έχει τσιμπήσει
  • θά έχουμε τσιμπήσει
  • θά έχετε τσιμπήσει
  • θά έχουν τσιμπήσει