ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- τσιμπώ
- τσιμπάς
- τσιμπά
- τσιμπούμε-(άμε)
- τσιμπάτε
- τσιμπ(ούν)-(άν)-(άνε)
Υποτακτική
- νά τσιμπώ
- νά τσιμπάς
- νά τσιμπά
- νά τσιμπούμε-(άμε)
- νά τσιμπάτε
- νά τσιμπ(ούν)-(άν)-(άνε)
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- τσιμπούσα
- τσιμπούσες
- τσιμπούσε
- τσιμπούσαμε
- τσιμπούσατε
- τσιμπούσαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά τσιμπώ
- θά τσιμπάς
- θά τσιμπά
- θά τσιμπούμε-(άμε)
- θά τσιμπάτε
- θά τσιμπ(ούν)-(άν)-(άνε)
Στιγμιαίος
- θά τσιμπήσω
- θά τσιμπήσεις
- θά τσιμπήσει
- θά τσιμπήσουμε
- θά τσιμπήσετε
- θά τσιμπήσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- τσίμπησα
- τσίμπησες
- τσίμπησε
- τσιμπήσαμε
- τσιμπήσατε
- τσίμπησαν
Υποτακτική
- νά τσιμπήσω
- νά τσιμπήσεις
- νά τσιμπήσει
- νά τσιμπήσουμε
- νά τσιμπήσετε
- νά τσιμπήσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω τσιμπήσει
- έχεις τσιμπήσει
- έχει τσιμπήσει
- έχουμε τσιμπήσει
- έχετε τσιμπήσει
- έχουν τσιμπήσει
Υποτακτική
- νά έχω τσιμπήσει
- νά έχεις τσιμπήσει
- νά έχει τσιμπήσει
- νά έχουμε τσιμπήσει
- νά έχετε τσιμπήσει
- νά έχουν τσιμπήσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα τσιμπήσει
- είχες τσιμπήσει
- είχε τσιμπήσει
- είχαμε τσιμπήσει
- είχατε τσιμπήσει
- είχαν τσιμπήσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω τσιμπήσει
- θά έχεις τσιμπήσει
- θά έχει τσιμπήσει
- θά έχουμε τσιμπήσει
- θά έχετε τσιμπήσει
- θά έχουν τσιμπήσει