EL.png τρίβω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • τρίβω
  • τρίβεις
  • τρίβει
  • τρίβουμε
  • τρίβετε
  • τρίβουν

Υποτακτική

  • νά τρίβω
  • νά τρίβεις
  • νά τρίβει
  • νά τρίβουμε
  • νά τρίβετε
  • νά τρίβουν
 

Προστακτική

  • τρίβε
  • τρίβετε

Μετοχή

  • τρίβοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • έτριβα
  • έτριβες
  • έτριβε
  • τρίβαμε
  • τρίβατε
  • έτριβαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά τρίβω
  • θά τρίβεις
  • θά τρίβει
  • θά τρίβουμε
  • θά τρίβετε
  • θά τρίβουν

Στιγμιαίος

  • θά τρίψω
  • θά τρίψεις
  • θά τρίψει
  • θά τρίψουμε
  • θά τρίψετε
  • θά τρίψουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • έτριψα
  • έτριψες
  • έτριψε
  • τρίψαμε
  • τρίψατε
  • έτριψαν

Υποτακτική

  • νά τρίψω
  • νά τρίψεις
  • νά τρίψει
  • νά τρίψουμε
  • νά τρίψετε
  • νά τρίψουν
 

Προστακτική

  • τρίψε
  • τρίψτε

Απαρέμφατο

  • τρίψει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω τρίψει
  • έχεις τρίψει
  • έχει τρίψει
  • έχουμε τρίψει
  • έχετε τρίψει
  • έχουν τρίψει

Υποτακτική

  • νά έχω τρίψει
  • νά έχεις τρίψει
  • νά έχει τρίψει
  • νά έχουμε τρίψει
  • νά έχετε τρίψει
  • νά έχουν τρίψει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα τρίψει
  • είχες τρίψει
  • είχε τρίψει
  • είχαμε τρίψει
  • είχατε τρίψει
  • είχαν τρίψει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω τρίψει
  • θά έχεις τρίψει
  • θά έχει τρίψει
  • θά έχουμε τρίψει
  • θά έχετε τρίψει
  • θά έχουν τρίψει