EL.png σφάζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • σφάζω
  • σφάζεις
  • σφάζει
  • σφάζουμε
  • σφάζετε
  • σφάζουν

Υποτακτική

  • νά σφάζω
  • νά σφάζεις
  • νά σφάζει
  • νά σφάζουμε
  • νά σφάζετε
  • νά σφάζουν
 

Προστακτική

  • σφάζε
  • σφάζετε

Μετοχή

  • σφάζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • έσφαζα
  • έσφαζα
  • έσφαζα
  • σφάζαμε
  • σφάζατε
  • σφάζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά σφάζω
  • θά σφάζεις
  • θά σφάζει
  • θά σφάζουμε
  • θά σφάζετε
  • θά σφάζουν

Στιγμιαίος

  • θά σφάξω
  • θά σφάξεις
  • θά σφάξει
  • θά σφάξουμε
  • θά σφάξετε
  • θά σφάξουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • έσφαξα
  • έσφαξες
  • έσφαξε
  • σφάξαμε
  • σφάξατε
  • έσφαξαν

Υποτακτική

  • νά σφάξω
  • νά σφάξεις
  • νά σφάξει
  • νά σφάξουμε
  • νά σφάξετε
  • νά σφάξουν
 

Προστακτική

  • σφάξε
  • σφάξτε

Απαρέμφατο

  • σφάξει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω σφάξει
  • έχεις σφάξει
  • έχει σφάξει
  • έχουμε σφάξει
  • έχετε σφάξει
  • έχουν σφάξει

Υποτακτική

  • νά έχω σφάξει
  • νά έχεις σφάξει
  • νά έχει σφάξει
  • νά έχουμε σφάξει
  • νά έχετε σφάξει
  • νά έχουν σφάξει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα σφάξει
  • είχες σφάξει
  • είχε σφάξει
  • είχαμε σφάξει
  • είχατε σφάξει
  • είχαν σφάξει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω σφάξει
  • θά έχεις σφάξει
  • θά έχει σφάξει
  • θά έχουμε σφάξει
  • θά έχετε σφάξει
  • θά έχουν σφάξει