EL.png συντονίζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • συντονίζω
  • συντονίζεις
  • συντονίζει
  • συντονίζουμε
  • συντονίζετε
  • συντονίζουν

Υποτακτική

  • νά συντονίζω
  • νά συντονίζεις
  • νά συντονίζει
  • νά συντονίζουμε
  • νά συντονίζετε
  • νά συντονίζουν
 

Προστακτική

  • συντόνιζε
  • συντονίζετε

Μετοχή

  • συντονίζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • συντόνιζα
  • συντόνιζες
  • συντόνιζε
  • συντονίζαμε
  • συντονίζατε
  • συντόνιζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά συντονίζω
  • θά συντονίζεις
  • θά συντονίζει
  • θά συντονίζουμε
  • θά συντονίζετε
  • θά συντονίζουν

Στιγμιαίος

  • θά συντονίσω
  • θά συντονίσεις
  • θά συντονίσει
  • θά συντονίσουμε
  • θά συντονίσετε
  • θά συντονίσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • συντόνισα
  • συντόνισες
  • συντόνισε
  • συντονίσαμε
  • συντονίσατε
  • συντόνισαν

Υποτακτική

  • νά συντονίσω
  • νά συντονίσεις
  • νά συντονίσει
  • νά συντονίσουμε
  • νά συντονίσετε
  • νά συντονίσουν
 

Προστακτική

  • συντόνισε
  • συντονίστε

Απαρέμφατο

  • συντονίσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω συντονίσει
  • έχεις συντονίσει
  • έχει συντονίσει
  • έχουμε συντονίσει
  • έχετε συντονίσει
  • έχουν συντονίσει

Υποτακτική

  • νά έχω συντονίσει
  • νά έχεις συντονίσει
  • νά έχει συντονίσει
  • νά έχουμε συντονίσει
  • νά έχετε συντονίσει
  • νά έχουν συντονίσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα συντονίσει
  • είχες συντονίσει
  • είχε συντονίσει
  • είχαμε συντονίσει
  • είχατε συντονίσει
  • είχαν συντονίσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω συντονίσει
  • θά έχεις συντονίσει
  • θά έχει συντονίσει
  • θά έχουμε συντονίσει
  • θά έχετε συντονίσει
  • θά έχουν συντονίσει