EL.png συναγωνίζομαι

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • συναγωνίζομαι
  • συναγωνίζεσαι
  • συναγωνίζεται
  • συναγωνιζόμαστε
  • συναγωνίζεστε
  • συναγωνίζονται

Υποτακτική

  • νά συναγωνίζομαι
  • νά συναγωνίζεσαι
  • νά συναγωνίζεται
  • νά συναγωνιζόμαστε
  • νά συναγωνίζεστε
  • νά συναγωνίζονται
 

Προστακτική

  • *
  • *

Μετοχή

  • *

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • συναγωνιζόμουν
  • συναγωνιζόσουν
  • συναγωνιζόταν
  • συναγωνιζόμαστε
  • συναγωνιζόσαστε
  • συναγωνίζονταν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά συναγωνίζομαι
  • θά συναγωνίζεσαι
  • θά συναγωνίζεται
  • θά συναγωνιζόμαστε
  • θά συναγωνίζεστε
  • θά συναγωνίζονται

Στιγμιαίος

  • θά συναγωνιστώ
  • θά συναγωνιστείς
  • θά συναγωνιστεί
  • θά συναγωνιστούμε
  • θά συναγωνιστείτε
  • θά συναγωνιστούν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • συναγωνίστηκα
  • συναγωνίστηκες
  • συναγωνίστηκε
  • συναγωνιστήκαμε
  • συναγωνιστήκατε
  • συναγωνίστηκαν

Υποτακτική

  • νά συναγωνιστώ
  • νά συναγωνιστείς
  • νά συναγωνιστεί
  • νά συναγωνιστούμε
  • νά συναγωνιστείτε
  • νά συναγωνιστούν
 

Προστακτική

  • συναγωνίσου
  • συναγωνιστείτε

Απαρέμφατο

  • συναγωνιστεί

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω συναγωνιστεί
  • έχεις συναγωνιστεί
  • έχει συναγωνιστεί
  • έχουμε συναγωνιστεί
  • έχετε συναγωνιστεί
  • έχουν συναγωνιστεί

Υποτακτική

  • νά έχω συναγωνιστεί
  • νά έχεις συναγωνιστεί
  • νά έχει συναγωνιστεί
  • νά έχουμε συναγωνιστεί
  • νά έχετε συναγωνιστεί
  • νά έχουν συναγωνιστεί
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα συναγωνιστεί
  • είχες συναγωνιστεί
  • είχε συναγωνιστεί
  • είχαμε συναγωνιστεί
  • είχατε συναγωνιστεί
  • είχαν συναγωνιστεί

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω συναγωνιστεί
  • θά έχεις συναγωνιστεί
  • θά έχει συναγωνιστεί
  • θά έχουμε συναγωνιστεί
  • θά έχετε συναγωνιστεί
  • θά έχουν συναγωνιστεί