ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- στερεώνω
- στερεώνεις
- στερεώνει
- στερεώνουμε
- στερεώνετε
- στερεώνουν
Υποτακτική
- νά στερεώνω
- νά στερεώνεις
- νά στερεώνει
- νά στερεώνουμε
- νά στερεώνετε
- νά στερεώνουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- στερέωνα
- στερέωνες
- στερέωνε
- στερεώναμε
- στερεώνατε
- στερέωναν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά στερεώνω
- θά στερεώνεις
- θά στερεώνει
- θά στερεώνουμε
- θά στερεώνετε
- θά στερεώνουν
Στιγμιαίος
- θά στερεώσω
- θά στερεώσεις
- θά στερεώσει
- θά στερεώσουμε
- θά στερεώσετε
- θά στερεώσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- στερέωσα
- στερέωσες
- στερέωσε
- στερεώσαμε
- στερεώσατε
- στερέωσαν
Υποτακτική
- νά στερεώσω
- νά στερεώσεις
- νά στερεώσει
- νά στερεώσουμε
- νά στερεώσετε
- νά στερεώσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω στερεώσει
- έχεις στερεώσει
- έχει στερεώσει
- έχουμε στερεώσει
- έχετε στερεώσει
- έχουν στερεώσει
Υποτακτική
- νά έχω στερεώσει
- νά έχεις στερεώσει
- νά έχει στερεώσει
- νά έχουμε στερεώσει
- νά έχετε στερεώσει
- νά έχουν στερεώσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα στερεώσει
- είχες στερεώσει
- είχε στερεώσει
- είχαμε στερεώσει
- είχατε στερεώσει
- είχαν στερεώσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω στερεώσει
- θά έχεις στερεώσει
- θά έχει στερεώσει
- θά έχουμε στερεώσει
- θά έχετε στερεώσει
- θά έχουν στερεώσει