EL.png στερεώνω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • στερεώνω
  • στερεώνεις
  • στερεώνει
  • στερεώνουμε
  • στερεώνετε
  • στερεώνουν

Υποτακτική

  • νά στερεώνω
  • νά στερεώνεις
  • νά στερεώνει
  • νά στερεώνουμε
  • νά στερεώνετε
  • νά στερεώνουν
 

Προστακτική

  • στερέωνε
  • στερεώνετε

Μετοχή

  • στερεώνοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • στερέωνα
  • στερέωνες
  • στερέωνε
  • στερεώναμε
  • στερεώνατε
  • στερέωναν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά στερεώνω
  • θά στερεώνεις
  • θά στερεώνει
  • θά στερεώνουμε
  • θά στερεώνετε
  • θά στερεώνουν

Στιγμιαίος

  • θά στερεώσω
  • θά στερεώσεις
  • θά στερεώσει
  • θά στερεώσουμε
  • θά στερεώσετε
  • θά στερεώσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • στερέωσα
  • στερέωσες
  • στερέωσε
  • στερεώσαμε
  • στερεώσατε
  • στερέωσαν

Υποτακτική

  • νά στερεώσω
  • νά στερεώσεις
  • νά στερεώσει
  • νά στερεώσουμε
  • νά στερεώσετε
  • νά στερεώσουν
 

Προστακτική

  • στερέωσε
  • στερεώστε

Απαρέμφατο

  • στερεώσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω στερεώσει
  • έχεις στερεώσει
  • έχει στερεώσει
  • έχουμε στερεώσει
  • έχετε στερεώσει
  • έχουν στερεώσει

Υποτακτική

  • νά έχω στερεώσει
  • νά έχεις στερεώσει
  • νά έχει στερεώσει
  • νά έχουμε στερεώσει
  • νά έχετε στερεώσει
  • νά έχουν στερεώσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα στερεώσει
  • είχες στερεώσει
  • είχε στερεώσει
  • είχαμε στερεώσει
  • είχατε στερεώσει
  • είχαν στερεώσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω στερεώσει
  • θά έχεις στερεώσει
  • θά έχει στερεώσει
  • θά έχουμε στερεώσει
  • θά έχετε στερεώσει
  • θά έχουν στερεώσει