ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- στοιβάζω
- στοιβάζεις
- στοιβάζει
- στοιβάζουμε
- στοιβάζετε
- στοιβάζουν
Υποτακτική
- νά στοιβάζω
- νά στοιβάζεις
- νά στοιβάζει
- νά στοιβάζουμε
- νά στοιβάζετε
- νά στοιβάζουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- στοίβαζα
- στοίβεςζες
- στοίβεζε
- στοιβάζαμε
- στοιβάζατε
- στοίβαζαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά στοιβάζω
- θά στοιβάζεις
- θά στοιβάζει
- θά στοιβάζουμε
- θά στοιβάζετε
- θά στοιβάζουν
Στιγμιαίος
- θά στοιβάσω
- θά στοιβάσεις
- θά στοιβάσει
- θά στοιβάσουμε
- θά στοιβάσετε
- θά στοιβάσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- στοίβασα
- στοίβασες
- στοίβασε
- στοιβάσαμε
- στοιβάσατε
- στοίβασαν
Υποτακτική
- νά στοιβάσω
- νά στοιβάσεις
- νά στοιβάσει
- νά στοιβάσουμε
- νά στοιβάσετε
- νά στοιβάσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω στοιβάσει
- έχεις στοιβάσει
- έχει στοιβάσει
- έχουμε στοιβάσει
- έχετε στοιβάσει
- έχουν στοιβάσει
Υποτακτική
- νά έχω στοιβάσει
- νά έχεις στοιβάσει
- νά έχει στοιβάσει
- νά έχουμε στοιβάσει
- νά έχετε στοιβάσει
- νά έχουν στοιβάσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα στοιβάσει
- είχες στοιβάσει
- είχε στοιβάσει
- είχαμε στοιβάσει
- είχατε στοιβάσει
- είχαν στοιβάσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω στοιβάσει
- θά έχεις στοιβάσει
- θά έχει στοιβάσει
- θά έχουμε στοιβάσει
- θά έχετε στοιβάσει
- θά έχουν στοιβάσει