EL.png σκάζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • σκάζω
  • σκάζεις
  • σκάζει
  • σκάζουμε
  • σκάζετε
  • σκάζουν

Υποτακτική

  • νά σκάζω
  • νά σκάζεις
  • νά σκάζει
  • νά σκάζουμε
  • νά σκάζετε
  • νά σκάζουν
 

Προστακτική

  • σκάζε
  • σκάζετε

Μετοχή

  • σκάζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • έσκαζα
  • έσκαζες
  • έσκαζε
  • σκάζαμε
  • σκάζατε
  • σκάζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά σκάζω
  • θά σκάζεις
  • θά σκάζει
  • θά σκάζουμε
  • θά σκάζετε
  • θά σκάζουν

Στιγμιαίος

  • θά σκάσω
  • θά σκάσεις
  • θά σκάσει
  • θά σκάσουμε
  • θά σκάσετε
  • θά σκάσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • έσκασα
  • έσκασες
  • έσκασε
  • σκάσαμε
  • σκάσατε
  • έσκασαν

Υποτακτική

  • νά σκάσω
  • νά σκάσεις
  • νά σκάσει
  • νά σκάσουμε
  • νά σκάσετε
  • νά σκάσουν
 

Προστακτική

  • σκάσε
  • σκάστε

Απαρέμφατο

  • σκάσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω σκάσει
  • έχεις σκάσει
  • έχει σκάσει
  • έχουμε σκάσει
  • έχετε σκάσει
  • έχουν σκάσει

Υποτακτική

  • νά έχω σκάσει
  • νά έχεις σκάσει
  • νά έχει σκάσει
  • νά έχουμε σκάσει
  • νά έχετε σκάσει
  • νά έχουν σκάσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα σκάσει
  • είχες σκάσει
  • είχε σκάσει
  • είχαμε σκάσει
  • είχατε σκάσει
  • είχαν σκάσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω σκάσει
  • θά έχεις σκάσει
  • θά έχει σκάσει
  • θά έχουμε σκάσει
  • θά έχετε σκάσει
  • θά έχουν σκάσει