EL.png πουλώ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • πουλώ
  • πουλάς
  • πουλά
  • πουλούμε-(άμε)
  • πουλάτε
  • πουλ(ούν)-(άν)-(άνε)

Υποτακτική

  • νά πουλώ
  • νά πουλάς
  • νά πουλά
  • νά πουλούμε-(άμε)
  • νά πουλάτε
  • νά πουλ(ούν)-(άν)-(άνε)
 

Προστακτική

  • πούλα
  • πουλάτε

Μετοχή

  • πουλώντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • πουλούσα
  • πουλούσες
  • πουλούσε
  • πουλούσαμε
  • πουλούσατε
  • πουλούσαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά πουλώ
  • θά πουλάς
  • θά πουλά
  • θά πουλούμε-(άμε)
  • θά πουλάτε
  • θά πουλ(ούν)-(άν)-(άνε)

Στιγμιαίος

  • θά πουλήσω
  • θά πουλήσεις
  • θά πουλήσει
  • θά πουλήσουμε
  • θά πουλήσετε
  • θά πουλήσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • πούλησα
  • πούλησες
  • πούλησε
  • πουλήσαμε
  • πουλήσατε
  • πούλησαν

Υποτακτική

  • νά πουλήσω
  • νά πουλήσεις
  • νά πουλήσει
  • νά πουλήσουμε
  • νά πουλήσετε
  • νά πουλήσουν
 

Προστακτική

  • πούλησε
  • πουλήστε

Απαρέμφατο

  • πουλήσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω πουλήσει
  • έχεις πουλήσει
  • έχει πουλήσει
  • έχουμε πουλήσει
  • έχετε πουλήσει
  • έχουν πουλήσει

Υποτακτική

  • νά έχω πουλήσει
  • νά έχεις πουλήσει
  • νά έχει πουλήσει
  • νά έχουμε πουλήσει
  • νά έχετε πουλήσει
  • νά έχουν πουλήσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα πουλήσει
  • είχες πουλήσει
  • είχε πουλήσει
  • είχαμε πουλήσει
  • είχατε πουλήσει
  • είχαν πουλήσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω πουλήσει
  • θά έχεις πουλήσει
  • θά έχει πουλήσει
  • θά έχουμε πουλήσει
  • θά έχετε πουλήσει
  • θά έχουν πουλήσει