ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- πουλώ
- πουλάς
- πουλά
- πουλούμε-(άμε)
- πουλάτε
- πουλ(ούν)-(άν)-(άνε)
Υποτακτική
- νά πουλώ
- νά πουλάς
- νά πουλά
- νά πουλούμε-(άμε)
- νά πουλάτε
- νά πουλ(ούν)-(άν)-(άνε)
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- πουλούσα
- πουλούσες
- πουλούσε
- πουλούσαμε
- πουλούσατε
- πουλούσαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά πουλώ
- θά πουλάς
- θά πουλά
- θά πουλούμε-(άμε)
- θά πουλάτε
- θά πουλ(ούν)-(άν)-(άνε)
Στιγμιαίος
- θά πουλήσω
- θά πουλήσεις
- θά πουλήσει
- θά πουλήσουμε
- θά πουλήσετε
- θά πουλήσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- πούλησα
- πούλησες
- πούλησε
- πουλήσαμε
- πουλήσατε
- πούλησαν
Υποτακτική
- νά πουλήσω
- νά πουλήσεις
- νά πουλήσει
- νά πουλήσουμε
- νά πουλήσετε
- νά πουλήσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω πουλήσει
- έχεις πουλήσει
- έχει πουλήσει
- έχουμε πουλήσει
- έχετε πουλήσει
- έχουν πουλήσει
Υποτακτική
- νά έχω πουλήσει
- νά έχεις πουλήσει
- νά έχει πουλήσει
- νά έχουμε πουλήσει
- νά έχετε πουλήσει
- νά έχουν πουλήσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα πουλήσει
- είχες πουλήσει
- είχε πουλήσει
- είχαμε πουλήσει
- είχατε πουλήσει
- είχαν πουλήσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω πουλήσει
- θά έχεις πουλήσει
- θά έχει πουλήσει
- θά έχουμε πουλήσει
- θά έχετε πουλήσει
- θά έχουν πουλήσει