EL.png πονώ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • πονώ
  • πονάς
  • πονά
  • πονούμε-(άμε)
  • πονάτε
  • πον(ούν)-(άν)-(άνε)

Υποτακτική

  • νά πονώ
  • νά πονάς
  • νά πονά
  • νά πονούμε-(άμε)
  • νά πονάτε
  • νά πον(ούν)-(άν)-(άνε)
 

Προστακτική

  • πόνα
  • πονάτε

Μετοχή

  • πονώντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • πονούσα
  • πονούσες
  • πονούσε
  • πονούσαμε
  • πονούσατε
  • πονούσαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά πονώ
  • θά πονά ς
  • θά πονά
  • θά πονούμε-(άμε)
  • θά πονά τε
  • θά πον(ούν)-(άν)-(άνε)

Στιγμιαίος

  • θά πονέσω
  • θά πονέσεις
  • θά πονέσει
  • θά πονέσουμε
  • θά πονέσετε
  • θά πονέσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • πόνεσα
  • πόνεσες
  • πόνεσε
  • πονέσαμε
  • πονέσατε
  • πόνεσαν

Υποτακτική

  • νά πονέσω
  • νά πονέσεις
  • νά πονέσει
  • νά πονέσουμε
  • νά πονέσετε
  • νά πονέσουν
 

Προστακτική

  • πόνεσε
  • πονέστε

Απαρέμφατο

  • πονέσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω πονέσει
  • έχεις πονέσει
  • έχει πονέσει
  • έχουμε πονέσει
  • έχετε πονέσει
  • έχουν πονέσει

Υποτακτική

  • νά έχω πονέσει
  • νά έχεις πονέσει
  • νά έχει πονέσει
  • νά έχουμε πονέσει
  • νά έχετε πονέσει
  • νά έχουν πονέσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα πονέσει
  • είχες πονέσει
  • είχε πονέσει
  • είχαμε πονέσει
  • είχατε πονέσει
  • είχαν πονέσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω πονέσει
  • θά έχεις πονέσει
  • θά έχει πονέσει
  • θά έχουμε πονέσει
  • θά έχετε πονέσει
  • θά έχουν πονέσει