EL.png πολιορκώ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • πολιορκώ
  • πολιορκεις
  • πολιορκει
  • πολιορκουμε
  • πολιορκείτε
  • πολιορκουν

Υποτακτική

  • νά πολιορκώ
  • νά πολιορκεις
  • νά πολιορκει
  • νά πολιορκουμε
  • νά πολιορκείτε
  • νά πολιορκουν
 

Προστακτική

  • *
  • *

Μετοχή

  • *

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • πολιορκούσα
  • πολιορκούσες
  • πολιορκούσε
  • πολιορκαμε
  • πολιορκείτε
  • πολιορκούσαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά πολιορκώ
  • θά πολιορκεις
  • θά πολιορκει
  • θά πολιορκουμε
  • θά πολιορκείτε
  • θά πολιορκουν

Στιγμιαίος

  • θά πολιορκήσω
  • θά πολιορκήσεις
  • θά πολιορκήσει
  • θά πολιορκήσουμε
  • θά πολιορκήσετε
  • θά πολιορκήσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • πολιόρκησα
  • πολιόρκησες
  • πολιόρκησε
  • πολιορκήσαμε
  • πολιορκήσατε
  • πολιόρκησαν

Υποτακτική

  • νά πολιορκήσω
  • νά πολιορκήσεις
  • νά πολιορκήσει
  • νά πολιορκήσουμε
  • νά πολιορκήσετε
  • νά πολιορκήσουν
 

Προστακτική

  • πολιόρκησε
  • πολιορκήστε

Απαρέμφατο

  • πολιορκήσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω πολιορκήσει
  • έχεις πολιορκήσει
  • έχει πολιορκήσει
  • έχουμε πολιορκήσει
  • έχετε πολιορκήσει
  • έχουν πολιορκήσει

Υποτακτική

  • νά έχω πολιορκήσει
  • νά έχεις πολιορκήσει
  • νά έχει πολιορκήσει
  • νά έχουμε πολιορκήσει
  • νά έχετε πολιορκήσει
  • νά έχουν πολιορκήσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα πολιορκήσει
  • είχες πολιορκήσει
  • είχε πολιορκήσει
  • είχαμε πολιορκήσει
  • είχατε πολιορκήσει
  • είχαν πολιορκήσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω πολιορκήσει
  • θά έχεις πολιορκήσει
  • θά έχει πολιορκήσει
  • θά έχουμε πολιορκήσει
  • θά έχετε πολιορκήσει
  • θά έχουν πολιορκήσει